Η Φαινομενολογία του Χρόνου στον Έρωτα, στο Ωραίο και στην Τέχνη

   
 Όσο σκέφτεται κανείς προβληματικά τη ζωή, και όσο προσπαθεί να σταθεί στις εξάρσεις των εκδηλώσεών της, τόσο πιο πολύ βρίσκει έναν βασικό δεσμό με το βίωμα του χρόνου και ιδιαίτερα σ’ό,τι έχει σχέση με τη συναισθηματική μας εσωτερικότητα. Έτσι, ενώ η ημερολογιακή μνήμη επικυριαρχεί στον λόγο, ο έρωτας, το ωραίο και η τέχνη συνδέονται ουσιαστικά με μια απόλυτα προσωπική φαινομενολογία χρόνου· και το ερώτημα ακολουθεί εύλογα για να εκφράσει την απορία του : πώς είναι δυνατόν ο έρωτας και το ωραίο και η έκφρασή τους, η τέχνη, να έχουν άλλη φαινομενολογία χρόνου απ’τις υπόλοιπες εκδηλώσεις μας που συνθέτουν τη ζωή μας, αφού τούτα τα ίδια κλείνουν το πιο αληθινό της γνώρισμα, αφού τα ίδια την ηγεμονεύουν;…
    Πραγματικά εύλογο ερώτημα. Ωστόσο, πώς θα μπορούσε η γνήσια – η αληθινή ρίζα της ζωής να κλείνει το ίδιο αρχέτυπο με τις υπόλοιπες συνιστώσες; Γιατί ο έρωτας είναι η ρίζα της φύτρας μας, το ωραίο η σύνδεσή μας μαζί του, και η τέχνη η έκφραση του εσωτερισμού μας που στέκεται καταντικρύ τους· κι ακόμα, ειλικρινής στην πρόθεση της αναπαραγωγής, ο έρωτας προσφέρει το παιχνίδι της επιλογής με το ωραίο… και η τέχνη κλείνει τον λόγο επικοινωνίας των συναισθημάτων μας, που όποια χαρά ή θλίψη και αν δένουν, κι όταν ακόμα εκφράζουν την ανθρώπινη τραγωδία, στο βαθύτερό τους Είναι γελάνε και θρηνούν επιδέξια σαδιστικά – μαζοχιστικά με τον πρωτόγονο ερωτισμό μας. Κάπως έτσι μόνο μπορούμε να δεχτούμε μια άλλη θέση, μια άλλη μορφή, μια αλλιώτικη φαινομενολογία χρόνου στον έρωτα, στο ωραίο και στην τέχνη.
    Κάθε πράξη – κάθε εκδήλωση, σαν σταθεί κατάματα μας, τυχαίνει να μένει συναρπαστικά δεμένη με μια ποσοτική έννοια χρόνου. Σαν όμως εξεταστεί η ίδια σαν ίδια και μοναχική, τότε της αφαιρείται ο ποσοτικός προσδιορισμός και αποτελεί η ίδια τη μονάδα, γιατί η ίδια κλείνει έναν δικό της χρόνο του “γίγνεσθαι”. Τότε, ο χρόνος της δεν εκφράζει τον χρόνο του κόσμου, μα ανεξαρτητοποιείται απ’τη ροή της ζωής και ντύνεται το στατικό του περιορισμένου, αφού αφαιρείται απ’το σύνολο και προσωποποιεί συγκεκριμένα μια θέση και μια κατάστασή μας.
    Ο αντικειμενικός χρόνος εννοιολογικά είναι υπερβατικός σε ό,τι αφορά τη ζωή. Κι αν θα θέλαμε να τον κατατάξουμε με μια απανθρωποποιητική αξιολόγηση, δεν θα μας ήταν δύσκολο να τον χαρακτηρίσουμε αδυσώπητα αδιάφορο για τον άνθρωπο. Ευτυχώς όμως, η ζωή κλείνει δυο έννοιες χρόνου. Η μια έχει σχέση με τον λόγο και τις ανθρώπινες πράξεις, θεωρούμενες αντικειμενικά και αποφασιστικά τοποθετημένες στην έννοια του φαινομένου· η άλλη έχει σχέση με τα συναισθήματά μας και είναι αντίθετη και ανεξάρτητη, σε σχέση με την πρώτη, και μη φορμαλιστική σε σχέση με τον εαυτό της. Έτσι, ακόμα και κάθε μας ψυχική θέση ή κατάσταση δεν μπορεί να συγκριθεί χρονικά με προγενέστερη, γιατί η καθεμιά είναι μια αυθύπαρκτη ενότητα και ουσιαστικά κλείνει ένα πρότυπο, όχι όμως για σύγκριση, μα μια αυτοτελή μονάδα χρόνου σ’έναν αυτοσκοπό κι αυτοεξάρτηση, έτσι που να μπορεί να μείνει η μία και συγκεκριμένη με απόλυτα προσωπικά περιθώρια υπόσταση. Στην κοινωνική αντιμετώπιση δεν βρίσκουμε δυο, μα μόνο μια συμβατική και στεγνή έννοια χρόνου· οι δυο παραπάνω θέσεις στέκουν και ενώνονται μόνο στη μονάδα άνθρωπος, κι αν το θέλετε, οι δυο έννοιες αντιδιαστέλλονται στο άτομο, ποτέ όμως όταν το άτομο θεωρείται και εξετάζεται σαν σύνολο. Έτσι, η όποια προσωπική ανθρώπινη πράξη, πραγματοποιείται σ’ένα συγκεκριμένο κάθε φορά συμβατικό, για το κοινωνικό σύνολο, χρονικό διάστημα. Για το υποκείμενο όμως που την πραγματοποιεί κλείνει έναν δικό της χρόνο, που έχει σχέση άμεση με την αδράνεια ή την επιτάχυνση που θα δεχτεί απ’το υποκείμενο· γιατί, ακόμα και τα εντελώς αδιάφορα ψυχικά – υλικά μας έργα, ανάλογα με την προσωπική μας αφοσίωση και συναισθηματική τοποθέτηση που κρατούν την ώρα της δημιουργίας τους, κλείνουν κάθε φορά άλλη ποσότητα κοινωνικής μας αφαίρεσης, κι έτσι μπορούν να περιέχουν μια προσωπική δική τους ποσότητα χρόνου, κι ακόμα με τούτα να μπορέσουμε ν’αντιληφθούμε πως το άτομο συνδέει τις δυο έννοιες του χρόνου στην ίδια του πράξη : τον κοινωνικό ή κοσμικό χρόνο, με τον προσωπικό του χρόνο· τον αντικειμενικό χρόνο, με τον υποκειμενικό χρόνο, που σαν δεύτερο γνώρισμα κλείνει την αυτονομία που έχει κάθε έργο ή συναίσθημά μας, και σαν συνέπεια, κάθε του πράξη ή κατάσταση αποτελεί και ξέχωρη μονάδα, σε αντίθεση με τον αντικειμενικό χρόνο που έχει μια με αυστηρότητα συγκεκριμένη μονάδα.
    Όπως προανέφερα, το ίδιο ισχύει και για τα συναισθήματά μας, αφού βασικά αυτά είναι μια προσωπική υπόθεση του ατόμου, κι αφού κύρια σε αυτά θα μιλήσουν τα ερεθίσματα που θα τους κρατήσει το περιβάλλον για σμίκρυνση ή μεγέθυνση της έννοιας του προσωπικού τους χρόνου, αφού αποτελούν συνάρτηση της ψυχικής μας κατάστασης – της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής μας και προσωπικότητας. Έτσι, θεωρούμενα με τον συμβατικό χρόνο, βλέπουμε πως τα συναισθήματα στον ευσυγκίνητο θα παρατείνουν το συγκεκριμένο τους βιωματικό περιεχόμενο, και η εσωτερική αντίδραση θα σταθεί αντίθετη σε κάθε εξωτερική δράση, κάτω απ’την εσωστρεφή θεώρηση αυτού που προκλήθηκε και που παρατείνεται ανάλογα με την προσωπική κάθε φορά ευαισθησία. Αντίθετα, στον παρωθητικό βρίσκουμε τη σμίκρυνση του ατομικού χρόνου σε κάθε του συναίσθημα, έτσι που να μην μας είναι δύσκολο, με μια στενή εννοιολογική θέση, να τον χαρακτηρίσουμε μη συναισθηματικό, σαν δεχτούμε πως το ίδιο το συναίσθημα κλείνει την έννοια της παράτασης μιας κάποιας συγκίνησης.
 
    Ο έρωτας είναι πρωταρχικός, αυτόνομος και αυθύπαρκτος γιατί αποτελεί την έκφραση της βούλησης που κλείνει η ζωή. Δεσμεύει το Εγώ, αναστέλλει πολλές αναστολές και κατακυριεύει το Είναι απολυταρχικά και αδυσώπητα, και ίδια με το ωραίο δημιουργούν αναγκαιότητα αφαίρεσης, εφηβικά στατική αντιμετώπιση της ζωής. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, η εφηβεία δέχεται στατική τη ζωή, χωρίς να μπορεί τίποτα να την αλλάξει, τίποτα να τη σταματήσει, γι’αυτό και οι νέοι είναι περισσότερο δημιουργικοί, και με πλήθος ιδανικών· η μετέπειτα γνωριμία με τον θάνατο δημιουργεί το πρώτο σκίρτημα ερωτηματικών, για να καταλήξει στην αμφιβολία – στη βάσανο της κριτικής της ωριμότητας, έξω απ’τον έρωτα και το ωραίο που θα συντροφέψουν όλη τη ζωή, προσφέροντας τη χαρά της εφηβείας αναμνηστικά· και αυτόματα, κλείνουν τον δικό τους χρόνο – τον ανεξάρτητο χρόνο, αποτελούν την προσωπική τους αυτοδύναμη μονάδα. Και η τέχνη ακολουθεί με τον δικό της χρόνο να εκφράσει τα δικά της συναισθήματα, κάτω απ’την πιο πλατειά αφαίρεση του Εγώ απ’το σύνολο και να σταματήσει το Είναι μόνο από ένα τόσο μικρό και συγκεκριμένο θέμα, αφού στην τελική της ανάλυση κρατά μια πλήρη αφαίρεση του δημιουργού απ’όλα και τον καθηλώνει σ’ένα μέρος, ακόμα αν θέλετε, κι αυτής του της δημιουργίας που συγκεκριμενοποιείται σ’ένα μόνο μοτίβο στη μουσική, σ’έναν στίχο στην ποίηση, στη συγκίνηση που έχει ένα χρώμα ή φως στη ζωγραφική. Ο καλλιτέχνης επαγωγικά προσθέτει, μα όλες του οι προσθήκες έρχονται σαν παράταση της μιας του συγκίνησης, της αρχέγονης, αυτή που θα κλείσει στον έναν μόνο στίχο ή μοτίβο, στην πρώτη του έμπνευση. Όλα τ’άλλα δεν είναι παρά μόνο εκδηλώσεις της αφαίρεσης και της προσπάθειας επιμήκυνσης του χρόνου στο συναίσθημά του, πλασματικές διασκεδάσεις της αρχικής του συγκίνησης, που απ’τη στιγμή της σποράς βραδύνει τη γέννα λες και για να χαρεί απόλυτα την κτήση της γονιμότητας. Ο συμβατικός ή κοσμικός χρόνος είναι αδιάφορος στον καλλιτέχνη, το ίδιο με το συναίσθημα που δονεί το ωραίο. Η ζωή κλείστηκε σ’έναν αυτοσκοπό, γιατί εκεί βρίσκονται οι συγκινήσεις της, εκεί κλείνονται οι χορδές της. Στον δικό της χρόνο θα ξεχάσουν τις συμβατικότητες, στη δική της ζωή θα ξεχάσουν τη ζωή του σύμπαντος, γιατί μέσα της βρίσκεται το ίδιο το σύμπαν, ο σκοπός της δημιουργίας, το ίδιο με τη συναισθηματική ενότητα που βρίσκεται κάτω από οποιαδήποτε ιδιάζουσα κατάσταση ή έκφραση, όπως και μες στην αφηρημένη τέχνη.
    Ο χρόνος έχει τη δική του φαινομενολογία στον έρωτα, στο ωραίο και στην τέχνη. Ο άνθρωπος προσπάθησε να βάλει το σύμπαν να ζει γύρω από δικούς του νόμους και καλύπτει τον εγωισμό του με το ότι, το μόνο που έκανε είναι ότι ανακάλυψε, εν μέρει, τους νόμους που υπάρχουν σ’αυτό. Όσο όμως κι αν νομίζει ότι έγινε σοφός κι όσο κι αν δέχεται τον εγωισμό του, στο τέλος η δημιουργία θα του επιβάλει τον δικό της νόμο, τον δικό της άχρονο χρόνο, κάθε φορά που θα γελάσει ή κλάψει, κάθε φορά, όποτε κι αν δημιουργήσει ή συναντήσει το ωραίο.
 
 
© Μανώλης Μεσσήνης