Φιλότεχνοι

 Ό,τι ισχύει για τους καλλιτέχνες, που δημιουργούν, ισχύει και για τους φιλότεχνους. Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να καταλάβει την τέχνη. Ούτε και είναι ο καθένας ικανός να κρίνει ένα έργο τέχνης μόνο και μόνο γιατί «έτσι τ’αρέσει». Χωρίς καλλιτεχνική παιδία δεν είναι δυνατή καμία καλλιτεχνική κρίση.

 Η πείρα δείχνει, πως εκείνοι οι άνθρωποι που ασχολούνται πολύ και από πολύ καιρό και συστηματικά με το να διαβάζουν ποίηση, να βλέπουν ποικίλα θεάματα, ν’ακούν μουσική, είναι πολύ πιο ικανοί να κρίνουν ένα έργο τέχνης, απ’όσους δεν ασχολούνται. Και όσοι, μάλιστα, συζητούν γι’αυτά, συγκρίνοντας τις ιδέες τους με τις ιδέες των άλλων, προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί συμφωνούν ή διαφωνούν, αυτοί γίνονται ακόμα ικανότεροι. Και τούτο γιατί έχουν πλουτίσει και την ευαισθησία και τη γνώση τους.

 Αλλά και κάτι ακόμα περισσότερο : Εφόσον η ζωή και η φύση αντιπροσωπεύονται, πάντοτε, σε κάθε έργο τέχνης, εξυπακούεται πως εκείνοι που έχουν μεγάλη πείρα απ’τη ζωή και τη φύση είναι πιο εξοπλισμένοι να καταλάβουν τα έργα τέχνης. Ευαισθησία και κουλτούρα συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η ευαισθησία είναι η κοινή βάση επάνω στην οποία ανθίζουν οι ιδέες και ταυτόχρονα πλουτίζεται απ’τις ιδέες. Χωρίς ιδέες δεν μπορεί ν’αναπτυχθεί και να καλλιεργηθεί η ευαισθησία, αλλά και καμία καλλιτεχνική κρίση δεν είναι δυνατόν να γίνει με τις ιδέες μόνο. Όταν υπερέχει η ευαισθησία, η κατανόηση γίνεται αόριστη και ασυνάρτητη. Όταν υπερέχουν οι ιδέες, τότε χάνεται η θέα της ίδιας της πραγματικότητας.

 Οι φιλότεχνη έχουν και αυτοί τον δικό τους συναισθηματικό και πνευματικό κόσμο, και γι’αυτό προσμένουν και δέχονται, όπως γράφει και ο Παπανούτσος, απ’το έργο των καλλιτεχνών την αληθινή λυτρωτική συγκίνηση : κάτι απ’τον εαυτό τους, μια στιγμή της δικής τους ζωής ξαναβρίσκουν μέσα στο καλλιτέχνημα, και αυτή η «εκλεκτική συγγένεια», είναι που τους δένει μαζί του, με αγάπη και θαυμασμό.

 Η συγκίνηση, που προκαλείται απ’την επικοινωνία του ανθρώπου με το έργο τέχνης, μολονότι με την ενέργεια και την ένταση των συναισθημάτων που απεικονίζει, επιδρά στη βούληση των ανθρώπων σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται απ’την αισθητική ικανότητα, απ’την ψυχοσύνθεση και τη συνείδηση του θεατή – αναγνώστη – ακροατή.

 Συνεπώς, ενώ δεν μας επιτρέπεται ν’αγνοούμε την αντικειμενική επίδραση των έργων της τέχνης, των εικόνων που δημιουργούν οι καλλιτέχνες στον άνθρωπο, δεν μπορούμε ν’αμφισβητήσουμε, αφετέρου, και τη σχετική ανεξαρτησία στην υποκειμενικότητα του φιλότεχνου : στις αντιλήψεις, τα γούστα, τα αισθήματα, την ιδεολογία. Είναι, συνεπώς, ώς ένα σημείο, αντικειμενικά σωστή.

 Αλλά και κάτι περισσότερο απ’αυτό : ό,τι ισχύει για τους καλλιτέχνες και τους φιλότεχνους, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ισχύει και για το ευρύτερο κοινό, γι’αυτόν ή εκείνο τον λαό, για τούτη ή εκείνη την κατηγορία ανθρώπων, για τούτη ή εκείνη τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Άλλωστε, κάθε έργο τέχνης, εφόσον δημιουργείται μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων αντικατοπτρίζει σ’αυτό, κατά κάποιον τρόπο, τις διαθέσεις, τα ιδεώδη, τα διανοητικά ρεύματα και τις ψυχικές καταστάσεις της, δεν είναι δυνατόν, παρά να παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, όχι μόνο αισθητικές, αλλά και εξωαισθητικές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως το περιεχόμενο, σε σχέση με τη μορφή του έργου, έρχεται πρώτο. Γι’αυτό και απ’τα διάφορα δημιουργήματα των καλλιτεχνών, εκείνα που τους αναδεικνύουν και τους απαθανατίζουν, εκείνα που συνταυτίζονται με τ’όνομά τους, εκείνα που μένουν στην ιστορία, είναι όσα παρουσιάζουν την ωραιότερη, αλλά και την πιο αληθινή απεικόνιση της πραγματικότητας, λ.χ. : “Ε.Α. Πόε, με το Κοράκι”. “Μπαλζάκ, με την Ανθρώπινη Κωμωδία”. “Δάντης, με τη Θεία Κωμωδία”. “Β. Ουγκώ, με τους Άθλιους”. “Φλομπέρ, με τη Μαντάμ Μποβαρύ”. “Γκόγκολ, με τις Νεκρές Ψυχές”. “Μπετόβεν, με την 9 Συμφωνία”. “Χαλεπάς, με την Κοιμωμένη”. κ.λ.π.

 Όλοι αυτοί και αναρίθμητοι άλλοι καλλιτέχνες (συγγραφείς, μουσικοί, ζωγράφοι, γλύπτες κ.α.) δημιούργησαν και άλλα σημαντικά έργα τέχνης. Ίσως, μάλιστα, μερικά άλλα τους να είχαν δουλευτεί περισσότερο, να ήταν φτιαγμένα με ανώτερη τεχνική. Και όμως «ήρθαν σε δεύτερη μοίρα», για τον πολύ κόσμο, ίσως, και να ξεχάστηκαν. Γιατί μόνο αυτά, που τους ανέδειξαν σαν καλλιτέχνες, και πάλι για τον πολύ κόσμο, έμειναν. Και τούτο γιατί αυτά μπόρεσαν ν’αποδώσουν πιστότερα τη ζωή… Μόνο αυτά απεικόνισαν αληθινά την πραγματικότητα. Μόνο αυτά συνέλαβαν κι εξέφρασαν σωστά το αιώνιο, το ανθρώπινο. Γιατί αυτά διερμήνευσαν πλαστικά εκείνο που ακαθόριστα ο άνθρωπος είχε στον νου του και στην καρδιά, εκείνο που ζητούσε ν’ακούσει. Γι’αυτό και αυτά, ιδιαίτερα, αγάπησε ο κόσμος.

©Μανώλης Μεσσήνης