Η Έννοια της Πραγματικότητας - v

. 

 Το δαιμόνιο ώρα τώρα μου ψιθυρίζει στ’αυτί : «Καλά τα λες για την ταυτότητα και επιμένεις τόσο, που ώρα τώρα ο στοχασμός μου διαρκώς ταυτίζεται με τον εαυτό του, κι όλο το ίδιο λες· μα όσα κι αν πούμε για την ταυτότητα, η ερώτηση μένει ακόμα ίδια : “είναι η ταυτότητα του πνεύματος με τον εαυτό του αλήθεια;” Ότι η ταυτότητα του πνεύματος με τον εαυτό του έχει κάποιο νόημα, αυτό ξεκαθαρίστηκε, ότι όμως αυτό είναι αλήθεια, το περιμένουμε ακόμα. Εμένα, τι να σου πω, μου φαίνεται ακατανόητη αυτή η αλήθεια· δεν λες τίποτα για το αντικείμενο και διαρκώς μιλάς για την ταυτότητα του πνεύματος με τον εαυτό του, γι’αυτό και μόνο. Μπορούμε να μιλάμε για την αλήθεια έχοντας διαρκώς τα νώτα στραμμένα προς το αντικείμενο;»

 Η απορία του δαιμονίου μάς ξαναφέρνει στο πρόβλημα που εξετάζει τη σχέση αντικειμένου και υποκειμένου. Πρέπει βέβαια να προσέξουμε μήπως, με το νόημα που δίνουμε στην αλήθεια, αποφεύγουμε απλώς τη δυσκολία, χωρίς να την αντιμετωπίζουμε.

 Άραγε αν δεχθούμε πως η αλήθεια είναι η ταυτότητα της σκέψης μας, θα έχουμε μόνο λογική αλήθεια; Και αν πάλι δεν το δεχθούμε, δεν θα έχουμε μόνο λογική αλήθεια, θα έχουμε όμως κάτι άλλο, που θα πρέπει να το αναζητήσουμε ακόμα; Είναι φανερό βέβαια, πως η αλήθεια ούτε ολότελα λογική είναι, ούτε πάλι καθόλου λογική δεν είναι. Για τη λογική βέβαια αλήθεια είναι : εφόσον γίνεται σύμφωνα με τους νόμους του λόγου. Μα δεν φτάνει μια σκέψη να έχει αυτό το γνώρισμα μόνο, για να την πούμε αλήθεια. Έπειτα ας μην ξεχνάμε, πως αυτό που λέμε λογικό, δεν είναι κάτι το στατικά και απόλυτα δοσμένο, ώστε να μπορούμε σε όποια σκέψη να το ξεχωρίσουμε· φτάνει να θυμηθούμε, πως κάτι που φαίνεται σ’εμάς τώρα λογικό, σε άλλους και σε άλλες εποχές φαινόταν ολότελα παράλογο και το αντίθετο. Αυτό και μόνο το φαινόμενο δείχνει, πως στην αλήθεια, χώρια από τη λογική μορφή, πρέπει να κοιτάξουμε και το ουσιαστικό, το εσωτερικό περιεχόμενο, που κάνει το χθες παράλογο σήμερα λογικό.

 Οπωσδήποτε δεν μπορούμε ν’αρνηθούμε, πως κρατάμε ένα μέρος της αλήθειας, αφού βλέπουμε από τώρα κάτι, που ούτε μόνο του μπορούμε να το δεχθούμε, ούτε πάλι να το αρνηθούμε ολότελα. Και αν προχωρήσουμε ακόμα σ’αυτή την κατεύθυνση, το φως μπορεί και να πληθύνει και ίσως να μας δείξει στο βάθος το ποθητό λιμάνι, που μας περιμένει ν’αράξουμε. Ας προσέξουμε λοιπόν πολύ για ποιον λόγο μπορούμε να δεχθούμε, πως η αλήθεια είναι η ταυτότητα της σκέψης με τη σκέψη και για ποιον λόγο δεν μπορούμε να το δεχθούμε.

 Να το δαιμόνιο πάλι : «Αν ξέρουμε τους λόγους, που μας επιτρέπουν, ή όχι, να δεχθούμε αυτό που λες, τότε θα πει πως ξέρουμε τι είναι η αλήθεια, ενώ αυτό ακριβώς ζητάμε».

 Αλλά, αγαπητό μου δαιμόνιο, αν δεν ξέρουμε ακόμα τι ακριβώς είναι η αλήθεια, ξέρουμε όμως πως δεν είναι μερικά πράγματα. Και είναι αυτό που μας δίνει ελπίδες. Είμαστε πάνω κάτω στη θέση του ανθρώπου, που θα ήξερε για το χρυσάφι π.χ. πως δεν είναι κανένα από τα γνωστά του μέταλλα. Ο άνθρωπος αυτός δεν ξέρει το χρυσάφι, ξέρει όμως άλλα μέταλλα, κι ακόμα, ότι το χρυσάφι είναι μέταλλο. Κι έτσι έχει κάθε δικαίωμα να ελπίζει πως θα μάθει και το χρυσάφι. Έτσι κι εμείς. Ξέρουμε, πως η αλήθεια δεν είναι αντικείμενο, αλλά σχέση, όχι όμως οποιαδήποτε σχέση, όπως ούτε και ο χρυσός οποιοδήποτε μέταλλο. Είδαμε πως δεν είναι ούτε ταυτότητα ανάμεσα πραγματικότητας και σκέψης, είναι όμως μια ταυτότητα. Μας μένει τώρα να μάθουμε μεταξύ ποιων είναι η σχέση αυτή και ποιο το νόημά της.

 Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, μου φαίνεται ότι κατέχουμε ένα πολύτιμο στοιχείο με το να ξέρουμε ότι την αλήθεια τη χαρακτηρίζει κάποια εσωτερική, πνευματική αναγκαιότητα, που κάνει κάθε πνεύμα στην ίδια περίπτωση να καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Κανένα πνεύμα ποτέ, δεν θα μπορέσει, αφού μπει στο νόημα του αριθμητικού μας συστήματος να μη δεχθεί ότι 12-5=3+4. Αυτό εδώ είναι ο πιο μεγάλος θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος. Ένα ον τόσο παροδικό επάνω στον πλανήτη μας, ο άνθρωπος, βρήκε τον τρόπο να δίνει στη σκέψη του τη σφραγίδα της αιωνιότητας, γιατί αιώνια είναι αληθινό ότι 12-5=3+4. Ε λοιπόν, η τέτοια σκέψη λέω πως δεν μπορεί να έχει άλλο όνομα από το όνομα της αλήθειας.

 Το δαιμόνιο δυσανασχετεί : «Ωραίος θρίαμβος, κι ωραία αλήθεια! Δεν μ’ενθουσιάζει καθόλου. Μου θυμίζει μάλιστα παράξενα πράγματα. Κάποια παραμύθια, που παιδί ακόμα άκουγα απ’τον παππού μου, κρεμασμένος απ’τα χείλη του. Μου μιλούσε για πεντάμορφες κλεισμένες, δεν ξέρω από ποια προσταγή της μοίρας, μέσα σε γυάλινους πύργους, με τζάμια βαμμένα φανταχτερά χρώματα. Δεν έπρεπε ούτε να δουν τίποτα, ούτε να τις δει κανείς. Γρήγορα σωριάζονταν κάτω, σαν μαραμένα φύλλα, ή αποβλακώνονταν.

 »Έτσι και η Σκέψη, αν κλεισμένη στον πύργο της δεν κάνει παρά να ταυτίζεται με τον εαυτό της, φοβάμαι θα πάθει ό,τι και οι πεντάμορφες. Εκείνες μαραίνονταν μες στον πύργο τους, ενώ ολόγυρα νέοι γεμάτοι δροσιά και χάρη ήταν έτοιμοι να μοιραστούν μαζί της το δώρο της ζωής. Και η Σκέψη χάνεται μες στον ίδιο της τον κύκλο, ενώ έξω λαχταριστή η ζωή την περιμένει.

 »Τα παραμύθια αυτά με άφηναν με σφιγμένη την καρδιά. Με πόση ανακούφιση όμως τα δεχόμουν όταν τους έδινε διαφορετική λύση. Η πεντάμορφη κατόρθωνε να φτάσει ένα παράθυρο και να κάνει νόημα στο παλικάρι, που, ακοίμητος φρουρός, περίμενε πάντα… Το ξύσιμο του τζαμιού, το μονοπάτι που έφερε το παλικάρι μες στον πύργο μάς λείπει. Αν το βρούμε θα έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε για θριάμβους».

 Καλό μου δαιμόνιο, μόνο ο Ηρακλής στην κούνια του έπνιξε τα φίδια, που η οργή της Ήρας έστειλε να τον κατασπαράξουν. Μα, ας μην τον ξεχνάμε, κι ο Ηρακλής πλάσμα της φαντασίας μας είναι. Ο άνθρωπος πριν σταθεί στα δυο του πόδια, σέρνεται με τα τέσσερα και πριν τρέξει τον Μαραθώνιο μαθαίνει να περπατά… Όχι, η ταυτότητα της σκέψης με τον εαυτό της δεν είναι πάντα γυάλινος πύργος. Αιώνες αιώνων επεξεργασίας στο άμορφο δεδομένο που κουβαλούσαν οι αισθήσεις στη συνείδηση, στη συγκεχυμένη παράσταση του εξωτερικού κόσμου, ακόνισαν το πνεύμα. Σιγά – σιγά η νόηση μπόρεσε να ξεχωρίσει τα πράγματα, να τους δώσει ορισμένη θέση στον χώρο, ορισμένη θέση στον χρόνο. Πολλούς αιώνες στάθηκε ο άνθρωπος σκλάβος εκείνου που έπεφτε άμεσα στο μάτι του, του φαινόμενου, του άμεσου δεδομένου.

 Κάνοντας αφαίρεση κατόρθωσε στο τέλος ο άνθρωπος να δει πίσω και πέρα από τα συγκεκριμένα και τα άμεσα. Έτσι είπε π.χ. 2+2=4. Η ενέργεια αυτή προϋποθέτει δυο μεγάλα και αποφασιστικά βήματα στην κατάκτηση του κόσμου: 1) πίσω από το πρόβατο, το μήλο κ.λ.π., είδε τον αριθμό 1 και τον είδε χωρίς κανένα πράγμα, πέρα από κάθε αντικείμενο. 2) Σχημάτισε έτσι την έννοια τη μονάδας και δέχθηκε πως 1=1. Αυτό το = βαλμένο ανάμεσα στις δυο μονάδες περικλείει δυναμικά όλο τη μαθηματική επιστήμη. Αυτό είναι ο θρίαμβος που γέννησε και σκόρπισε πολλούς ενθουσιασμούς σε τόσους σοφούς και φιλοσόφους. Μεθυσμένο απ’τη μεγάλη του νίκη το πνεύμα, πίστεψε πως με τα αφηρημένα αυτά στοιχεία κρατούσε το κλειδί όλως των μυστικών. Μακριά απ’τον κόσμο, χωμένο στον γυάλινο πύργο του δημιουργούσε τώρα το σύμπαν. Εδώ είμαι σύμφωνος μαζί σου, καλό μου δαιμόνιο. Αντί, βαθαίνοντας στον εαυτό του και στην ουσία του έργου του το πνεύμα να προσπαθήσει να γνωρίσει το σύμπαν, πίστεψε πως μπορούσε να το δημιουργήσει. Φαντάσου έναν ζωγράφο, που χωρίς να θελήσει να σε συναντήσει, έστω και μια φορά, θα έφτιαχνε το πορτρέτο σου, και έπειτα θα ζητούσε να σου ροκανίσει τη μύτη π.χ., ή να σου διορθώσει τ’αυτιά, για να μοιάσεις εσύ με το έργο του. Αυτό το σφάλμα έκανε η σκέψη. Κάτι που παθαίνει συχνά. Όταν νέος δρόμος της παρουσιάζεται, η πρώτη μορφή που του δίνει είναι η λογική, αργότερα έρχεται η πνευματική.

 Αντί λοιπόν η σκέψη να ακονίζει τον εαυτό της επάνω στην πραγματικότητα, ακονίζει την πραγματικότητα επάνω στον εαυτό της. Όπως κι αν έχει όμως, και στον δρόμο αυτόν, το πνεύμα έκανε πολλά και σπουδαία… Μπήκε βαθιά στο νόημα και τη λειτουργία του εαυτού του…

©Μανώλης Μεσσήνης