Η Έννοια της Πραγματικότητας - ii

 Μια φωνή υψώνεται μέσα μου : Μήπως η αλήθεια είναι ταυτότητα της σκέψης μας με τη σκέψη μας; Μια εσωτερική δηλαδή σχέση μεταξύ πραγμάτων, που δεν είναι “εκτός αλλήλων”;

 Ακούω ένα δαιμόνιο να με ρωτά κρυφά στ’αυτί : Φίλε, μου ψιθυρίζει, έχει κανένα νόημα αυτή σου η ταυτότητα της σκέψης με τη σκέψη;

 Έχει, πιστεύω, καλό μου δαιμόνιο. Περίμενε, μπορεί και να σου το αποδείξω.

 Η σκέψη, πρώτα – πρώτα, τι άλλο θα λέγαμε πως είναι παρά η λειτουργία του πνεύματός μας; Και η λειτουργία βέβαια αυτή γίνεται κατά ορισμένο τρόπο και ορισμένους νόμους. Το ξέρουν πια και τα μικρά παιδιά πως δεν υπάρχει σκέψη, όταν λέμε την ίδια στιγμή για το ίδιο πράγμα και από την ίδια άποψη, πως και υπάρχει και δεν υπάρχει. Αν βουτήξεις στον βυθό το αναπνευστικό σου σύστημα δεν λειτουργεί. Ζητά αμέσως την επιφάνεια, που σου ασφαλίζει τη ζωή. Το ίδιο, αν ριχτείς σε κόσμο αντιφάσεων, η σκέψη σου δεν λειτουργεί. Τα “αν” αυτά λέγονται για να ρίξουν τη σκέψη μας βαθύτερα και να την αναγκάσουν να συλλάβει αυτό, που λέω τούτη τη στιγμή ότι, όπως είμαστε πλασμένοι, βρισκόμαστε σε ορισμένο τρόπο ζωής και στοχασμού. Στον βυθό αδύνατον ανθρώπινη ζωή να σταθεί, στην αντίφαση, όπως τη δώσαμε παραπάνω, αδύνατον να στηριχθεί σκέψη. Ξέρουμε από πριν, πως βουτάμε στη θάλασσα για να βγούμε στην επιφάνεια και κάνουμε την αντίφαση για να δείξουμε το αδύνατον.

 Σκέψη λοιπόν είναι η λειτουργία του πνεύματος και η λειτουργία του πνεύματος γίνεται κατά ορισμένο τρόπο και ακολουθεί ορισμένους νόμους.

 Οι νόμοι αυτοί είναι τελειωτικά γνωστοί; Αυτό δεν μας ενδιαφέρει, εδώ. Άλλοι, άλλους νόμους βλέπουν, κυβερνήτες του πνεύματος. Πιστοποιούμε τούτο μόνο, ότι το πνεύμα διέπεται από ορισμένους νόμους. Μέσα στον ορισμένο τρόπο και τους νόμους της, η σκέψη κινείται ελεύθερα και δεν έχει άλλα όρια, απ’τα όρια που βάζει η ίδια στον εαυτό της. Τα όρια της εξασφαλίζουν την ύπαρξη, το πεδίο της δράσης της όμως είναι ανεξάντλητο, ατελεύτητο, άπειρο, όπως το αριθμητικό σύστημα, που είναι δημιούργημά της.

 Ας πάρουμε για παράδειγμα τον μαθηματικό τύπο : α+β=γ+δ. Εκφράζει μια ισότητα. Και είναι η ισότητα ο γενικός τύπος στον οποίο καταλήγουν όλα τα προβλήματα της μαθηματικής επιστήμης. Αν τώρα στην ισότητά μου αντικαταστήσω τους προσθετέους με το άθροισμά τους, θα έχω α+β=ε, γ+δ=ε, και : επομένως ε=ε. Σε όποιο πρόβλημα εκτελέσω τις πράξεις που πρέπει, θα καταλήξω σ’ένα ε=ε. Αν δεν καταλήξω, σημαίνει, ή ότι έκανα λάθος στις πράξεις μου, ή ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού δεν είναι δυνατή η αναγωγή στον τύπο ε=ε. Ώστε μαθηματικό πρόβλημα υπάρχει μόνο, όταν μπορούμε ν’ακολουθήσουμε τέτοιους δρόμους σκέψης, ν’ανακαλύψουμε τέτοιες σχέσεις στα δεδομένα μας, ώστε να μας οδηγήσουν στον τύπο ε=ε, που δεν είναι παρά μια ταυτότητα. Μέσα του κρύβεται το σύνολο της μαθηματικής δραστηριότητας του ανθρώπου, κι όπου το επιτυχαίνει, μια ικανοποίηση διατρέχει τη συνείδησή του. Η δυνατότητα του τύπου αυτού της ταυτότητας ε=ε δεν μπορεί να’ναι και “ε”, προϋποθέτει και όλους τους άλλους νόμους της λογικής. Τον νόμο της αντίφασης – αφού το ε=ε δεν μπορεί να’ναι και ε όχι ε· τον νόμο του αποχρώντος λόγου, που μας αναγκάζει να καταλήξουμε εκεί και όχι αλλού και τον νόμο της αποκλίσεως του μέσου ή τρίτου, που, διώχνοντας ό,τι δεν είναι ε, το περιορίζει σ’εκείνο που είναι.

 Το πνεύμα μας μπορεί να ξεκινήσει από τον τύπο ε=ε και ν’αναλύσει έπειτα τον πρώτο όρο, να ψάξει δηλαδή να βρει τα μέρη του, να βρει σχέσεις ταυτότητας εντός του, με τις οποίες να τον αντικαταστήσει στον δοθέντα τύπο : αναχωρώντας δηλαδή από το ε=ε, αποδεικνύει πως το ε=α+β και έχει τότε α+β=ε. Το ίδιο μπορεί να κάνει και στον δεύτερο όρο, οπότε θα έχει α+β=γ+δ και έπειτα σε κάθε παράγοντα κάθε όρου κ.ο.κ. Άπειρα μπορεί να εξακολουθήσει να εργάζεται στον δρόμο αυτό, που, όπως είπαμε, ξεκινά απ’τον γενικό τύπο και προχωρεί με την αντικατάσταση του κάθε όρου με το ισοδύναμό του, έναν δρόμο, που του δίνει την ευκαιρία ν’ανακαλύψει απειρία σχέσεων και συνδυασμών. Είναι ο δρόμος της ανάλυσης.

 Σε όποιο σκαλοπάτι της κι αν σταθεί η σκέψη, θα έχει μια ισότητα, που δεν είναι παρά ταυτότητα. Μπορεί όμως και τον αντίθετο δρόμο να τραβήξει η σκέψη μας. Ν’αναχωρήσει από ορισμένα δεδομένα, λίγα ή πολλά, αδιάφορο, να βρει μια σχέση που τα συνδέει και ανεβαίνοντας τώρα και αντικαθιστώντας τους παράγοντες με το άθροισμά τους, να φτάσει στην κορυφή, στον γενικό τύπο ε=ε, που μεταχειρίστηκα. Γενικός τύπος, μόνο με την έννοια, ότι στη μορφή του μπορούν ν’αναχθούν όλα τα προβλήματα· η κορυφή κάθε προβλήματος ειδικά. Αλλιώτικα η ανάλυση και η σύνθεση δεν έχουν ούτε κορυφές ούτε ριζοβούνια. Η σκέψη μας κινείται μέσα στους δυο αυτούς δρόμους άπειρα και κάθε στιγμή της είναι ανάλυση και σύνθεση μαζί ως προς το όλο περιεχόμενό της. Ανάλυση ως προς τα υπερκείμενα, σύνθεση ως προς τα υποκείμενα.

 Ύστερα απ’αυτά πιστεύω, πως έγινε πιο φανερό το νόημα της ταυτότητας της σκέψης μας με τον εαυτό της. Δεν υπάρχει μαθηματική πράξη μ’έναν αριθμό, ούτε σκέψη μ’έναν όρο. Η όποια σκέψη και η μαθηματική πράξη αρχίζουν : εάν εργαστώ αναλυτικά και συνθετικά επάνω στον αριθμό, ή στον όρο που έχω στον νου μου, εάν περπατήσω από ένα σημείο, σ’ένα άλλο, μέσα στη σκέψη μου, εάν ανακαλύψω τις σχέσεις ταυτότητας, που υπάρχουν ανάμεσα στον αριθμό, ή στον όρο μου και έναν άλλον, ή και άλλων πολλών, ή και όλων των άλλων αριθμών ή όρων. Έτσι είτε πω 12-5, είτε 3+4 ταυτίζονται στο 7. Και αυτό θέλει να μας πει ο μαθηματικός, όταν γράφει 12-5=3+4. Κάθε κίνημα της σκέψης μας, όπως βλέπουμε, δίνει γέννηση σ’ένα άλλο, που είναι το ίδιο, αλλά με άλλον τρόπο, κι εκείνο πάλι σε άλλο κ.ο.κ. Και όταν αυτό κάνει η σκέψη, τι άλλο κάνει παρά να ταυτίζεται με τον εαυτό της και να επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές;

 Το θαύμα όμως στην άπειρη αυτή επανάληψη είναι, πως ενώ η σκέψη μας κάθε στιγμή ταυτίζεται με τον εαυτό της, δεν λέει ποτέ το ίδιο πράγμα. Η σκέψη ίσα – ίσα γίνεται για την αλλαγή. 1+1=2, 2+1=3, 3+1=4 κ.τ.λ. να, ο ρυθμός του στοχασμού που ενώ επαναλαμβάνεται εισάγει το νέο. Ενώ η σκέψη που υπάρχει στο 1+1 ταυτίζεται με τη σκέψη που υπάρχει στο 2 με το =, εντούτοις άλλο είναι 1+1 και άλλο το 2.

©Μανώλης Μεσσήνης