Ψυχολογική πλευρά της Προσωπικότητας του Καλλιτέχνη

 Κάθε καλλιτέχνης απ’τη στιγμή της γέννησής του ζει και αυτός μες στο δικό του κοινωνικό περιβάλλον, με το οποίο βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση. Βέβαια, «εν αρχή ην το περιβάλλον», με τ’αντικείμενά του και τα φαινόμενά του. Αυτά επιδρούν επάνω μας, ακριβέστερα επιδρούν στα όργανα των αισθήσεών μας και από εκεί, τα ερεθίσματα, εισέρχονται στον εγκέφαλο, στον φλοιό του οποίου αντανακλώνται ως αισθήματα, αντιλήψεις, παραστάσεις, έννοιες, ροπές, κ.λ.π. Απ’τον εγκέφαλο και μέσω αυτού απ’όλο το βιολογικό και ψυχικό Είναι μας εξέρχονται οι διάφορες απαντήσεις, οι διάφορες αντιδράσεις, συμπεριφορές και καλλιτεχνικές και μη δραστηριότητες του ανθρώπου.

 Η αντανάκλαση αυτή της πραγματικότητας στον εγκέφαλο του ανθρώπου με τη μορφή διαφόρων ψυχικών φαινομένων αποτελεί τον υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ό κ ό σ μ ο του ανθρώπου.

 Έτσι ο καθένας, συνεπώς και ο καλλιτέχνης, είναι πρώτα – πρώτα αντικείμενο ως προς το περιβάλλον, αντικείμενο και για τους άλλους, αλλά ταυτόχρονα και υποκείμενο για τον εαυτό του. Από μια μεριά υφίσταται, θέλοντας και μη, τις λογής – λογής όσο και αναρίθμητες επιδράσεις του περιβάλλοντός του. Και απ’την άλλη, τις υφίσταται σαν υποκείμενο. Τις δέχεται, δηλαδή, με τον δικό του τρόπο, σύμφωνα με όλες τις ιδιορρυθμίες, βιολογικές και μη της προσωπικότητάς του. Αυτό σημαίνει, πως απ’τις αμέτρητες αυτές επιδράσεις, που αντικειμενικά υφίσταται, διαλέγει, σύμφωνα με τα γούστα του, τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντα, σύμφωνα με τις ιδέες του, τη συνείδησή του, την ηθική του, με τα πάθη και τα μίση του, εκείνες τις επιδράσεις που θέλει. Τα αισθήματα, που συμπαθεί και τον συγκινούν, τις ιδέες που του αρέσουν και τον συμφέρουν, τις καταστάσεις που τον χαροποιούν και τον εμπνέουν. Γι’αυτό και, αντιδρώντας έπειτα σαν υποκείμενο, ενεργητικά, ή αλλιώς, σαν καλλιτέχνης καλλιτεχνικά, εξυμνεί ό,τι τ’αρέσει, υποστηρίζει ό,τι τον συμφέρει και τον ενδιαφέρει, προβάλλει ό,τι τον συναρπάζει και τον συγκινεί. Αυτά απεικονίζει με την τέχνη του. Αυτά μεταπλάθει καλλιτεχνικά με το ταλέντο του. Τ’άλλα τ’απαρνιέται, τ’αποκρούει, τ’αγνοεί, τ’αντιπαθεί, τ’αντιμάχεται, τα καταδικάζει…

 «Στην καθημερινή κοινή ζωή πάντως με τους πολλούς περιορισμούς και τη στενότητά της εξωτερικεύουμε κατ’ανάγκη ένα μέρος μόνο από τον εαυτό μας», γράφει ο Ε. Παπανούτσος. «Το άλλο, το μεγαλύτερο, ίσως και ασφαλώς γνησιότερο, ποτέ δεν το δείχνουμε· το κρατούμε ζηλότυπα κρυμμένο στα βάθη της ψυχής μας κάποτε κι από μας τους ίδιους. Είναι οι λαχτάρες και οι φιλοδοξίες μας, οι πόθοι και τα όνειρά μας, οι μεγάλες ιδέες και οι σκοτεινές ορμές μας, οι θησαυροί που κρατούμε μυστική την κρύπτη τους, για να μπορούμε μόνο εμείς να τους θαυμάζουμε· οι ένοχες σκέψεις που, φανερά τις αποδοκιμάζουμε με ειλικρινή αγανάκτηση, αλλά τις χαϊδεύουμε με άλλο τόσο ειλικρινή επιείκεια».

Μίγμα αντικειμενικού και υποκειμενικού

 Έτσι ή αλλιώς το κάθε έργο τέχνης φέρει δυο σφραγίδες, δυο πραγματικότητες : την εξωτερική και την εσωτερική. Μια λίγο πολύ πλήρης του αντικειμενικού και μια λίγο πολύ πλήρης του υποκειμενικού κόσμου.

 Και οι δύο αυτές πραγματικότητες βρίσκονται σε διαρκή και αμοιβαία εξάρτηση και επίδραση, γι’αυτό και το έργο τέχνης αποτελεί ένα πολυσύνθετο και διαλεκτικό μείγμα του αντικειμενικού και του υποκειμενικού. Αντικειμενικού ως προς το περιεχόμενο, γιατί είναι απεικόνιση των εξωτερικών πραγμάτων. Και υποκειμενικού, γιατί η απεικόνιση αυτή καθορίζεται απ’τον άνθρωπο – το υποκείμενο, που σημαίνει πως το περιεχόμενο της πραγματικότητας ερμηνεύεται σύμφωνα με τη συσσωρευμένη προσωπική εμπειρία, σύμφωνα με τις διάφορες ιδιοσυγκρασιακές, ψυχολογικές, ιδεολογικές, ηθικές, πνευματικές και λοιπές καλλιτεχνικές ιδιομορφίες του καλλιτέχνη.

 Δεν είναι στο χέρι των καλλιτεχνών να δημιουργήσουν χωρίς τη συμμετοχή της υποκειμενικότητάς τους. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν μόνο αντικειμενικά. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν ανεξάρτητα απ’την προσωπική τους υπόσταση.

 Κι εφόσον λοιπόν για την παραγωγή του έργου τέχνης κινητοποιείται και συμμετέχει και η υποκειμενικότητα του καλλιτέχνη, τότε μαζί με τον αντικειμενικό κόσμο απεικονίζεται εξ αντικειμένου ο υποκειμενικός του κόσμος, ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε αυτό.

 Ο καλλιτέχνης, λέει ο Φλομπέρ, πρέπει να υπάρχει μέσα στο έργο του, όπως ο Θεός μέσα στη δημιουργία : κανείς να μη τον βλέπει, αλλά όλοι να αισθάνονται την παρουσία του.

 Στους «Άθλιους» του Β. Ουγκώ μπορούμε αρκετά να διακρίνουμε τα αισθήματα και τις σκέψεις του συγγραφέα, τις συμπάθειες, τις αντιπάθειες, τις απόψεις του.

 Το ίδιο και στα ποιήματα του Μπάιρον. Όλοι οι ήρωές του έχουν πλαστεί επάνω στα μέτρα του ίδιου του ιδιόρρυθμου ποιητή.

 Το ίδιο και στα καταπληκτικά ποιήματα και πεζογραφήματα του Ε.Α. Πόε. Όλοι οι βιογράφοι του συμφωνούν ότι η ζωή του ήταν το έργο του και το έργο του η ζωή του. Το ίδιο και για τον Βαν Γκογκ. Η πηγή της ζωής του έγινε συγχρόνως και πηγή των έργων του. «Τα έργα του μεγάλου αυτού ζωγράφου, όταν, ιδίως, είχε φθάσει στην κορυφή της καλλιτεχνικής του εξέλιξης, δεν είχαν μόνο σκέψη, διάνοια, ιδέα και αίσθημα», γράφει ο βιογράφος του Ι. Στόουν, «είχαν κάτι περισσότερο : τους ίδιους τους παλμούς της ύπαρξής του, την ουσία του είναι του, εις βάρος όμως του ίδιου. Ό,τι έδινε στις εικόνες του το στερούσε από τον εαυτό του».

 Οι μεγάλοι ποιητές της ανθρώπινης τραγωδίας και κωμωδίας (Σαίξπηρ, Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι κ.α.) ζουν ώς το τέλος της ζωής τους «πολλοί» και, επειδή δεν πεθαίνουν, πάλι στην επιβίωση «μένουν πολλοί». Επιζούν μέσα στο πλήθος των προσώπων που τα έθρεψαν με τη σάρκα τους και τα ζέσταναν με το αίμα τους. Τα πρόσωπα αυτά, «είναι σαρξ εκ της σαρκός τους και οστούν εκ των οστέων τους», όπως λέει για το “Τορκουάτο Τάσο” του, ο Γκαίτε.

 Αυτά, όμως, δεν σημαίνουν πως κάθε έργο τέχνης έχει κατ’ανάγκη αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, στη στενή σημασία του όρου. Ο ίδιος, μάλιστα, συγγραφέας (ο Γκαίτε) πιστεύει πως και η αυτοβιογραφία ακόμα είναι, για τον αληθινό καλλιτέχνη, όχι ιστορία, αλλά Αλήθεια και Ποίηση μαζί…

Συγκινησιακή ευαισθησία

 Ένα απ’τα κυριότερα στοιχεία του καλλιτέχνη είναι, όπως προανέφερα, η συγκινησιακή του ευαισθησία. Πράγματι, χωρίς καθαρή, χωρίς δυναμική συγκινησιακή διάθεση, χωρίς καθαρά αισθήματα, είναι δύσκολο να μιλήσουμε για καλλιτεχνική δημιουργία. Χωρίς ευαίσθητη και φλογερή καρδιά δεν δύναται να νοείται καλλιτέχνης. Ο καλλιτέχνης δονείται απ’τα έγκατά του, δηλαδή, απ’τα βάθη της ψυχής του. Ο αληθινός καλλιτέχνης μεταδίδει στα έργα του την πνοή της ψυχής του· δεν αποτυπώνει απλώς σε αυτά τη φύση, αλλά την αντίληψη και κρίση του επ’αυτής.

 «Πρέπει να ζήσεις ένα αίσθημα», έγραφε ο Τολστόι, «και ζώντας το, με κινήσεις, γραμμές, χρώματα, μορφές, εκφραστικά λόγια, να μεταδώσεις αυτό το συναίσθημα, έτσι που να το δοκιμάσουν και οι άλλοι, σ’αυτό βρίσκεται η δραστηριότητα της τέχνης».

 Οι μεγάλοι τραγικοί της αρχαιότητας, που έδωσαν στην ανθρωπότητα, όλους τους βαθμούς, όλες τις εντάσεις και όλα τα παραληρήματα των ισχυρότερων παθών της ανθρώπινης ψυχής, τ’απέδωσαν τόσο αριστουργηματικά και τόσο πιστά, όχι γιατί αντέγραψαν τις ψυχικές καταστάσεις των ηρώων τους, αλλά γιατί αισθάνονταν και αυτοί οι ίδιοι τις ψυχικές οδύνες τους. Η εικόνα της Κασσάνδρας, που μας δίνει ο Ευριπίδης, δεν θα ήταν τόσο τέλεια, αν δεν τη ζούσε ο ποιητής.

 Στην ευαισθησία αυτή οφείλει ο καλλιτέχνης το σπινθήρισμα στην αίσθηση του αντικειμένου, που διακρίνει κάθε αληθινό καλλιτέχνη. Σ’αυτή οφείλει, ακόμα, και τη φρεσκάδα του μυαλού του, καθώς αγκαλιάζει τον ανεξάντλητα πολύμορφο, όσο και συγκεκριμένο, κόσμο.

 Η συγκινησιακή ευαισθησία του καλλιτέχνη συνδέεται στενότατα με τις άλλες ψυχικές και διανοητικές ικανότητές του. Με τη δύναμη, λ.χ., να βλέπει τον κόσμο, με την ικανότητα να καταλαβαίνει τους ανθρώπους, με την ικανότητα να «πιάνει» το νόημα της ζωής και να συμμετέχει στην κίνησή της.

 Αν ο καλλιτέχνης δεν θερμανθεί μες στο καμίνι της ζωής, ούτε η ευαισθησία, ούτε η φαντασία, ούτε η έμπνευση, ούτε και καμιά άλλη ψυχική ιδιορρυθμία του κινητοποιείται για τη παραγωγή του έργου τέχνης.

 Συναφές προς τη συγκινησιακή ευαισθησία είναι το π ά θ ο ς, η ψυχική ορμή, η συνεχής επικράτηση μιας επιθυμίας ή αλλιώς το σταθερό συναισθηματικό βίωμα που με το βάθος και τη δύναμή του υποτάσσει όλα τ’άλλα στοιχεία της προσωπικότητας και κατευθύνει τη σκέψη και τη συμπεριφορά του ανθρώπου.

 Ο παθιασμένος δεν σκέφτεται, αλλά αισθάνεται, δηλαδή συγκινείται μόνο. Ο γλύπτης Σκόπας έμεινε στην ιστορία, ως ο καλλιτέχνης που μπορούσε περίφημα ν’απεικονίσει στα έργα του το σιγαλό πάθος και τη συγκρατημένη αγωνία. Ο Πραξιτέλης το “θήλυ κάλλος”, την ηδυπάθεια και την ερωτική ορμή,

 Ένας συνήθης ερωτευμένος άνθρωπος, επί παραδείγματι, μπορεί να ζήσει μια διαβάθμιση και μια ποικιλία συναισθημάτων, τα οποία, ίσως και κάπως καλλιτεχνικά, να εξωτερικεύει.

 Όταν όμως, αυτό ο άνθρωπος είναι ένας καλλιτέχνης και μάλιστα μεγάλο ταλέντο –ένας Σούμαν, αίφνης– τότε τα ίδια τα συναισθήματα βιώνονται εντονότερα, σε βάθος και σε πλάτος, και εξωτερικεύονται επίσης εντονότερα και μάλιστα δημιουργικότερα. Ο ένας θα γράψει, ίσως, μερικά ερωτικά γράμματα, πιθανόν μερικούς τρυφερούς στίχους, χωρίς να μας προκαλέσει την προσοχή, ή, έστω, την έκσταση. Ο Σούμαν, όμως, θα συνθέσει τον «έρωτα του ποιητή», μια ολόκληρη ερωτική συμφωνία, στην οποία θ’απεικονίζονται πλαστικά με τις ποιο λεπτές αποχρώσεις, οι ερωτικές του συναισθηματικές δονήσεις, απ’τον καθαρό λυρισμό ώς το τραγικό πάθος, που σ’εμάς θα προκαλέσει την προσοχή και την έκσταση, τη γοητεία και τη συγκίνηση.

 Ένας ερωτευμένος καλλιτέχνης και μάλιστα μεγαλοφυής, δεν βλέπει το αντικείμενο της λατρείας του, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, αλλά σαν ένα ζωντανό είδωλο, που αντιπροσωπεύει ό,τι τελειότερο σε πλαστικότητα, κάλλος… δηλαδή σε ψυχική δύναμη, έχει ονειρευτεί. Πλησιάζει το ίνδαλμά του και το βλέπει, κυρίως, πρώτα σαν κάλλος, σαν τέχνη. Εκείνο που ο κοινός άνθρωπος το βλέπει φυσιολογικά, όσο ωραίο και αν είναι, σαν ένα πλάσμα με απώτερο σκοπό την ένωση, στον καλλιτέχνη είναι κάτι άλλο. Μια υπεραισθητή ουσία κάλλους, θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς. Αν και τα κίνητρα είναι σεξουαλικά, όμως, ο αυτοσκοπός δεν είναι αποκλειστικά η ένωση. Το συναναστρέφεται και το θεωρεί σαν κάτι το τέλειο…

 Το ίδιο απ’την ανάποδη, και στην περίπτωση της ερωτικής απογοήτευσης. Ο μεγάλος μουσουργός, θα συνθέσει μια άλλη συμφωνία που θ’απεικονίζει πλαστικά όλο το βάθος και την κλίμακα των καταθλιπτικών του συναισθημάτων που και αυτή θα μας γοητεύει γιατί θα έχει μεγαλοσύνη.

 Η θλίψη, είναι ένα απ’τα πολύ κοινά, τα πολύ συνήθη ανθρώπινα συναισθήματα. Γι’αυτό είναι αναρίθμητοι όσοι μίλησαν ή έγραψαν – εκφράστηκαν για τη θλίψη. Και, ίσως, μας συγκίνησε η θλίψη, η μελαγχολία τους. Άλλο πράγμα, όμως, είναι ο νοσταλγικός και μελαγχολικός τόνος, που δίνει τη χαρακτηριστική γραμμή στο καλλιτεχνικό έργο του Μαλακάση, του Χατζόπουλου ή του Γρυπάρη, του Ουράνη και του Παράσχου, του Χάινε, του Πόε, του Καβάφη και του Καρυωτάκη.

 Καθένας απ’αυτούς δεν τη ζωγράφισε μόνο ωραιότατα σύμφωνα με την τεχνοτροπία και το ταλέντο του, αλλά και την ερμήνευσε διαφορετικά σύμφωνα με τον χαρακτήρα του και τη ζωή του.

 Έτσι, αλλού βλέπει κανείς απαλούς μελαγχολικούς τόνους χωρίς βάθος και οξύτητα (Ουράνης π.χ. και Παράσχος). Αλλού πικρούς μελαγχολικούς τόνους γεμάτους μουσικότητα (Φιλύρας). Αλλού μελαγχολία με πολύ απαισιοδοξία χωρίς, όμως, να φθάνει μέχρι τον θάνατο (Καβάφης). Και αλλού, τέλος, μέχρι θανάτου (Καρυωτάκης).

 Άλλο βασικό στοιχείο του καλλιτέχνη είναι η φαντασία του.

Φαντασία

 Η φαντασία είναι ψυχική λειτουργία με την οποία αναπαριστούμε τα πράγματα με τη σκέψη μας. Λειτουργία με την οποία μπορούμε να εννοούμε, να συνδυάζουμε και να δημιουργούμε νέες παραστάσεις με τη βοήθεια των αναμνήσεων. Η φαντασία είναι πλαστική δύναμη, ικανή να πλάσει απεικονίσεις. Χωρίς τη φαντασία τίποτα το καινούριο δεν είναι δυνατόν να κατασκευάσει ο καλλιτέχνης – δημιουργός.

 Και εφόσον δ η μ ι ο υ ρ γ ώ, θα πει, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ανακαλύπτω στο περιβάλλον κάτι ν έ ο, η φαντασία τείνει να μας απομακρύνει απ’τα πραγματικά δεδομένα του κόσμου και της ζωής. Αλλά αν το «ν έ ο» που ο άνθρωπος δημιουργεί, δεν υπάρχει πάντοτε, όμως, πηγάζει απ’αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα (απ’τις μνημονικές παραστάσεις) και στηρίζεται, επίσης, στην πραγματικότητα. Και τούτο γιατί η φαντασία είναι μια ψυχική λειτουργία, μια ιδιαίτερη ανθρώπινη δραστηριότητα, που εμφανίζεται κι αναπτύσσεται κατά την πορεία της εργασίας… Η δημιουργική φαντασία πλουτίζεται, επαληθεύεται και αποσαφηνίζεται μόνο κατά την πορεία της υλικής πραγματοποίησής της. Ο συγγραφέας, λ.χ., δημιουργώντας το έργο του, ξεκινά απ’τις παρατηρήσεις που έχει προηγουμένως αντλήσει απ’τη ζωή. Κατά συνέπεια η φαντασία εξαρτάται απ’τη γνώση της πραγματικότητας, όπως επίσης συνδέεται στενά με τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, τις ικανότητες και γνώσεις, τις έξεις και τις κλήσεις του.

 Κάθε δημιουργός νέας μηχανής, κατά την πορεία της κατασκευής της, κάνει σχέδια, σκίτσα κ.λ.π. Το ίδιο κάνει και ο καλλιτέχνης (συγγραφέας, μουσικοσυνθέτης, ζωγράφος κ.λ.π.). Πηγή της φαντασίας είναι πάντοτε η ζωή, ο κόσμος.

 Ο επιστήμονας, που κάνει και τις πιο τολμηρές υποθέσεις, ξεκινά απ’τους αντικειμενικούς νόμους της πραγματικότητας. Αλλά ο καλλιτέχνης προσπαθεί με τα έργα του ν’απεικονίσει τη ζωή, όπως είναι στην πραγματικότητα, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να επιδράσει στους ανθρώπους.

 Η δημιουργική φαντασία βοηθάει τον καλλιτέχνη να δει το αντικείμενό του πλατιά και ελεύθερα, να εισδύσει στην ουσία του και να βρει την πιο κατάλληλη μορφή, για να υλοποιήσει, να εκφράσει το νόημά του. Έτσι ο Βαν Γκογκ, αντί ν’αποδίδει με ακρίβεια αυτό που έβλεπε, έπαιρνε τη γενική έκφραση, αυτό που αισθανόταν ο ίδιος και ύστερα το έδειχνε με χρώματα αυθαίρετα, δικά του, κατάλληλα, όμως, για να μεταδώσουν στο εκατονταπλάσιο τη σκέψη του και τα αισθήματά του. Αλλ’αυτό δεν είναι γενικό γνώρισμα των καλλιτεχνών. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι μετρημένοι. Περιγράφοντας ο Γκαίτε τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο εργαζόταν, λέει : «Αφήνω τα αντικείμενα να επιδράσουν ήρεμα επάνω μου. Ύστερα παρατηρώ αυτή την επίδραση και προσπαθώ να την αποδώσω πιστά και χωρίς παραποιήσεις».

 Οπωσδήποτε η φαντασία ωθεί πάντα τον καλλιτέχνη προς την υπερβολή, αλλά η υπερβολή αυτή είναι κάπως απαραίτητη στην τέχνη. Ο Γκυ ντε Μωπασάν γράφει σ’ένα πρόλογό του : «Ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να δημιουργεί στο έργο του έναν κόσμο ωραιότερο, απλούστερο, φοβερότερο ή και καλύτερο από τον πραγματικό».

Γι’αυτό και πολύ σωστά ο Χέγκελ, τονίζει πως «η φαντασία του καλλιτέχνη είναι η φαντασία του ανθρώπου, που έχει μεγάλο νου και καρδιά!…»

 Όπως και να’χει, η δημιουργική φαντασία είναι απαραίτητη σε μεγάλο βαθμό για τη δημιουργία του αντικειμένου της καλλιτεχνικής παραγωγής, για τη σύνθεση των θεμάτων, των πινάκων ζωγραφικής, για την ανάπτυξη του διηγήματος της λογοτεχνικής παραγωγής, για την ανάπτυξη των μουσικών θεμάτων κ.α.

 Η υποκειμενικότητα, όμως, του καλλιτέχνη δεν εξαντλείται με τη συγκινησιακή ευαισθησία, τη φαντασία και την έμπνευση. Χρειάζεται και Παρατηρητικότητα και Φιλοπονία και Μυαλό. Όλες αυτές οι ψυχικές ιδιότητες αποτελούν, άλλωστε, και σπουδαίους παράγοντες του δημιουργικού ταλέντου του. Οπωσδήποτε όλ’αυτά συνεργάζονται και εναρμονίζονται όχι μόνο ν’αφομοιωθεί η εξωτερική πραγματικότητα, να ιδωθεί καλλιτεχνικά το συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά και να μεταπλασθεί καλλιτεχνικά το αντικείμενο ως έργο τέχνης.

Απορρόφηση – Ενσωμάτωση

 Ολόκληρη η δραστηριότητα του ανθρώπου, που βρίσκεται σε κατάσταση έμπνευσης, είναι συγκεντρωμένη στο έργο του. Η έμπνευση, πάντως είναι τότε μόνο δυνατή όταν έχει συσσωρευθεί αρκετή πείρα από παρατηρήσεις, όταν έχει ξεκαθαρισθεί το σχέδιο του έργου, και ο καλλιτέχνης είναι αφοσιωμένος εντελώς σ’αυτό που σκέφτεται.

 Μεταξύ της απτής πραγματικότητας και της διαρκούς αναζήτησης των πλαστικών μέσων, που αυτή η πραγματικότητα μετουσιώνει και αποκαθαρμένη μέσω της ψυχής του καλλιτέχνη, θα ξαναδοθεί στους ανθρώπους, υπό μορφή έργου τέχνης, μεσολαβή το όνειρο.

 Το όνειρο αυτό δεν είναι παρά ο ενορατικός κόσμος του καλλιτέχνη, που δίνεται απ’αυτόν υπό τη συγκεκριμένη μορφή των καλλιτεχνημάτων. Έχουν πει, ότι το πλάνο της “Θείας Κωμωδίας” του Δάντη, φέρεται ως προϊόν ενός παραισθητικού ονείρου.

 Αυτά λάμβαναν χώρα, πριν από διακόσια χρόνια, τότε που με τους ψυχιάτρους επικεφαλής, έβλεπαν όλοι σχεδόν παντού την ψυχοπάθεια. Πίστευαν, πως οι ψευδαισθήσεις της ακοής και της όρασης, έπρεπε να είναι συχνές στους ζωγράφους, στους μουσικούς και στους ποιητές. Αλλά ευτυχώς, που βρέθηκαν και κάποιοι, όπως ο μεγάλος στοχαστής Αλφρέντ ντε Βινιύ, που διόρθωσαν την πλάνη, χαρακτηρίζοντας τις δήθεν ψευδαισθήσεις, απλά όνειρα και την ονειροπόληση παραγωγικό συλλογισμό. Γι’αυτό και ο καλλιτέχνης ζει μια διπλή ζωή, τη ζωή του πρακτικού ανθρώπου και του ανθρώπου που διαρκώς ονειρεύεται.

 Αυτό είναι που ανάγκασε τον Γκύζη να ομολογήσει, μέσα στις επιστολές του : «Δι’εμέ, ο κόσμος είναι νοερόν τι. Ζω με το παρελθόν και το μέλλον. Δια το ενεστώς δεν ευρίσκω καιρόν…» Και αλλού : «Για τον εαυτόν μου μπορεί να πει κανείς, ότι είμαι ένας άνθρωπος, που πέρασε όλη του τη ζωή διαρκώς ονειρευόμενος…»

 «Αυτό το διαβολεμένο πουλί», έλεγε σ’έναν φίλο του ο Ε.Α. Πόε, μιλώντας για το “Κοράκι” του, «με κυνηγάει αδιάκοπα· δεν μπορώ ν’απαλλαγώ απ’την παρουσία του· ακόμα και εδώ που κάθομαι ακούω το κράξιμό του… το φτερούγισμά του αντηχεί μέσα στ’αυτιά μου…»

 Ο Φλομπέρ, έλεγε πως αισθανόταν ζωηρά στη γεύση του το δηλητήριο, όταν περιέγραφε τη σκηνή της αυτοκτονίας της Έμμα – στη Μαντάμ Μποβαρύ.

 Ο Μότσαρτ συνέθετε στο κεφάλι του οποιοδήποτε μουσικό έργο και ύστερα μπορούσε να το «δει» με μια ματιά σαν ωραίο πίνακα.

Φυσιολογική” διαταραχή

 Πολλές φορές παρατηρούμε, ότι, είτε απ’την επανάληψη των δημιουργικών οραματισμών και φαντασιώσεων, είτε από κάποια συνειδητή και κάπως κενόδοξη προσπάθεια διαφοροποίησης, είτε, τέλος, από ένα είδος συρμού, γενικώς οι καλλιτέχνες συνηθίζουν ν’αφήνονται και αρέσκονται να διακρίνονται διαρκώς απ’τους μη καλλιτέχνες από κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το εκκεντρικό στην αμφίεση και στη συμπεριφορά τους. Μερικοί, μάλιστα, βρίσκουν ευχαρίστηση με το να νομίζουν τον εαυτό τους ανισόρροπο.

 Το γεγονός αυτό είναι ψυχολογικά, ευνόητο, εφόσον η τάση προς διάκριση και προς υπεροχή αποτελεί ένα απ’τα αξιόλογα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα.

 Οπωσδήποτε όμως συμβαίνει καμιά φορά κατά τη διάρκεια της έμπνευσής τους, μερικοί καλλιτέχνες, ιδίως όσοι διακρίνονται για υπέρμετρη συγκινησιακή ευαισθησία (οι λογοτέχνες λ.χ.), ν’απορροφώνται τελείως απ’το αντικείμενο της έμπνευσής τους, το οποίο σαν έμμονο αίσθημα, σαν έμμονη ιδέα, σαν πάθος, τους κυριεύει ολοκληρωτικά, έτσι, ώστε να άγονται και να φέρονται σαν ενεργούμενα του στοχασμού τους. Παύουν πια να ζουν κατά τη συνήθη έννοια της λέξης και συμπεριφέρονται κατά τελείως ιδιόρρυθμο, ασυνήθιστο και παράδοξο τρόπο. Φαίνονται αφηρημένοι, ατημέλητοι. Έχουν βλέμμα μερικές φορές απλανές ή συγκεντρωμένο. Ύφος που εκφράζει αμηχανία και σύγχυση.

 Έτσι δίνεται, πολλές φορές, η εντύπωση της παραδοξότητας στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη, του αφύσικου… Δίνεται η εντύπωση, ότι έχασαν τον έλεγχο του εαυτού τους, ότι κατέχονται από κάποια έξω απ’αυτούς δύναμη, ότι ζουν σ’έναν άλλο κόσμο έξω απ’τον δικό μας. Οι καλλιτέχνες αυτοί φαίνεται τότε σαν να «έπαθαν», σαν να έχασαν την ικανότητα των φυσιολογικών ψυχικών αντιδράσεων, σαν να τους «έστριψε», σαν να έπαθαν, δηλαδή, μια κάποια ψυχική διαταραχή. Σαν «μυστικιστική παρόξυνση». Αλλά αυτό είναι μια “παροδική “φυσιολογική” διαταραχή”…

©Μανώλης Μεσσήνης