Η Έννοια της Πραγματικότητας - ix

  Καταλήγουμε λοιπόν πάλι στον παλιό μας ορισμό με κάποιο ευρύτερο τώρα περιεχόμενο, πως η αλήθεια είναι η ταυτότητα του πνεύματος με τον εαυτό του. Θα πει κανείς ίσως, πως ο εξωτερικός κόσμος και όχι το πνεύμα είναι ο ελεγκτής της αλήθειας, κι αν ο κόσμος αυτός δεν συμφωνεί με το πνεύμα, θα πει πως τούτο τραβά στραβό δρόμο. Δείξαμε πως οι αντιρρήσεις αυτές δεν έχουν νόημα. Γιατί όχι, θα’λεγε κάποιος άλλος, να μην είναι ο εσωτερικός κόσμος ο ελεγκτής του εσωτερικού; Εμείς, καλό μου δαιμόνιο, είπαμε πώς εννοούμε τον εσωτερικό και πώς τον εξωτερικό κόσμο. Στο εργαστήρι της αλήθειας, ο εξωτερικός κόσμος δεν μπαίνει παρά μεταμορφωμένος σε σκέψη, και επομένως εκεί μέσα η σκέψη μόνο με τον εαυτό της έχει να λογαριαστεί και, ας το ξαναπούμε, όταν συμφωνεί η ίδια με τον εαυτό της, ή ταυτίζεται, έχει την αλήθεια. Η αλήθεια δεν είναι σύνδεση δυο κόσμων εκτός αλλήλων κειμένων, αλλά εσωτερική σύνδεση μεταξύ των δημιουργημάτων του νου. Περιττό να τονίσουμε πως, όταν μιλούμε για το πνεύμα, τη σκέψη, δεν έχουμε στον νου μας το πνεύμα, ή τη σκέψη του Α, ή του Β ατόμου.

  Το βασικό λάθος της σκέψης το είδαμε. Ξεδιπλώνοντας τον εαυτό της νόμιζε πως εξηγούσε το σύμπαν. Στο ξεδίπλωμα του αυτού της αυτό, αναγκαιότατο για την αναγνώριση του δικού της εδάφους, έπρεπε να προσθέσει τη μετάφραση του εξωτερικού, όπως λέμε, κόσμου, στη γλώσσα της. Αυτή η ασχολία την κράτησε πάλι μονοπωλιακά για αρκετό καιρό. Κι έκανε το δεύτερο λάθος, να παραμελήσει την πρώτη της ασχολία, την αναδίπλωση του εαυτού της. Τώρα η σκέψη μοιράζει τον καιρό της και στα δυο αυτά έργα, που το ένα συμπληρώνει το άλλο. Η σκέψη δεν κομματιάζεται, δεν πολιτεύεται πια. Εργάζεται. Μεταφράζοντας αναδιπλώνεται και αναδιπλώνεται για να μεταφράζει. Τα δυο αυτά είναι τόσο αλληλένδετα που, και όταν ακόμη ο άνθρωπος στους λοξούς δρόμους θέλησε να τα χωρίσει, εργαζόταν και με τα δυο. Παραπάνω χρησιμοποιήσαμε την έκφραση “μετάφραση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου”. Γιατί βέβαια η εργασία αυτή πρέπει να νοηθεί πλατιά. Και στο εσωτερικό κόσμο μετάφραση γίνεται, γιατί για ν’ αντικειμενικοποιηθεί το πνεύμα, δίνει τον εαυτό του σε τύπους και εκφράσεις. Πολλές μάλιστα απ’αυτές έχουν την αρχή τους στον εξωτερικό κόσμο. Τώρα, ο άνθρωπος σκέφτηκε πάντα την αλήθεια μια και αναλλοίωτη. Μια και αναλλοίωτη; Αν θέλετε ναι, μια και αναλλοίωτη, σε κάθε μετάφραση όμως. Όταν η ταυτότητα του πνεύματος με τον εαυτό του κλονισθεί, τότε αρχίζει η πάλη, η αναθεώρηση του έργου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σ’έναν κόσμο που, ευτυχώς, είναι ένα σύστημα εξαρτήσεων, σχετικότητας. Πώς θα είχαμε λοιπόν μια αλήθεια απόλυτη και αιώνια; Το σύστημά μας αυτό, εσωτερικό και εξωτερικό το γνωρίζουμε σιγά – σιγά. Η γνώση μας σ’ένα σημείο αντανακλά στο όλο και η σύλληψη του όλου αντανακλά στο μέρος. Η αλήθεια μας είναι προοδευτική. Ένα πράγμα μάς μένει απόλυτο σε κάθε εποχή. Η συνείδηση πως, ό,τι δεχόμαστε ως αλήθεια, το δεχόμαστε αφού εξαντλήσαμε όλη τη δυναμικότητα του πνεύματός μας και βρήκαμε πως το πνεύμα μας δεν έρχεται σε κανένα σημείο να μας εμποδίσει να το δεχθούμε.

  Από την άποψη αυτή ερωτήσεις όπως : θα φτάσουμε την αλήθεια; η αλήθεια είναι μία ή πολλές; δεν έχουν την παλιά τους σημασία. Την αλήθεια την φτάνουμε κι εμείς ατομικά και το πνεύμα γενικά κάθε στιγμή, σε όλη μας τη ζωή, ή καλύτερα δεν τη φτάνουμε απλώς, τη δημιουργούμε. Η αλήθεια λοιπόν δεν είναι μακριά μας, είναι μέσα μας. Κάθε που της ανοίγουμε την πόρτα, βγαίνοντας αφήνει το φιλί της στα χείλη μας. Αναίσθητοι, που δεν το νιώθαμε κι ετοιμαζόμασταν για ταξίδια στην αιωνιότητα. Της δίνουμε τη ζωή μας, την πίστη μας και μας δίνει τη δύναμή της. Είναι η αλήθεια η πιο σπουδαία κοινωνική δύναμη· αυτή περισσότερο από κάθε άλλο χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κοινωνία. Την έχουμε πάντα μαζί μας, αλλά και δεν παύουμε να τη ζητάμε. Η εργασία μας πάντα θα πηγαίνει εμπρός, καμιά σκέψη δεν μπορεί να την κάνει να σταματήσει. Το πνεύμα μας, όπου και όποτε του δίνεται ευκαιρία, ή όπου και όποτε τη δημιουργεί, θα τρυπώνει βαθύτερα, θα απλώνει μακρύτερα και ξετυλίγοντας τη νήμα του θα ενώνει, θα συνδέει τα νέα αναμεταξύ τους, τα νέα με τα παλιά. Μόλις δημιουργηθεί χάσμα, μόλις μια σύνδεση σπάσει, το πνεύμα θα απλωθεί προς άλλη ευρύτερη και στερεότερη. Είναι η φύση του τέτοια. Δεν μπορεί να βλέπει δουλειά μπροστά του και να κάθεται, γιατί είναι φιλόπονος και ακάματος εργάτης.

  Μου φαίνεται τώρα, καλό μου δαιμόνιο, πως μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα : 1) Πώς έργο του πνεύματος, πνευματική αποστολή του ανθρώπου, αν προτιμάς, φαίνεται πως είναι η μετάφραση του σύμπαντος, εσωτερικού και εξωτερικού, στη γλώσσα του. 2) Πώς η ενέργεια που το πνεύμα καταβάλλει γι’αυτή τη δουλειά είναι μια ακατάπαυτη ταύτιση με τον εαυτό του, και 3) Πως αλήθεια είναι το εξαγόμενο της πνευματικής αυτής εργασίας κάθε φορά, που ποτέ δεν είναι ούτε μία, ούτε αναλλοίωτη, ούτε αιώνια, μα που μπορεί να την πιστεύουμε πάντα για μία, αναλλοίωτη και αιώνια, ενόσω τη δεχόμαστε.

  Είναι βέβαια μια πρόληψη η τέτοια πίστη, μια ψυχολογική αδυναμία, που ζητά μια αλλόκοτη αιωνιότητα για τον άνθρωπο και το έργο που βγαίνει απ’τα χέρια του και που βλάπτει, όταν στέκεται εμπόδιο στην ελεύθερη λειτουργία του πνεύματός μας. Αντ’αυτού, ο άνθρωπος, βαθαίνοντας στο νόημα της αλήθειας, πρέπει να την παίρνει για εκείνο που πραγματικά είναι : μια πνευματική σχέση, ή το σύνολο των πνευματικών σχέσεων, που δεχόμαστε, όσο καμιά νέα ακτίνα δεν έρχεται να μας δείξει, να μας πείσει, πως οι σχέσεις αυτές δεν έχουν το χρώμα που τους δίνουμε.

  Ένας κοινωνιολόγος ίσως θα έλεγε : “έχω την αλήθεια όταν έχω τη συνείδηση, πως το πνεύμα μου καταλήγει στην ίδια σκέψη με το δικό σου και με όλων γενικά, πάνω στο ίδιο ζήτημα”. Ο δεσμός αυτός είναι βέβαια πολύ δυνατός. Δίνει στην αλήθεια δύναμη, ίσως και περισσότερη απ’όση πρέπει, αλλά της αφαιρεί την ευκαμψία, που χρειάζεται για να παραχωρεί τη θέση της στο νέο. Έρχεται απ’έξω κι όχι από την ουσία του πράγματος. Έπειτα, πολλές φορές, βλέπουμε και τον μελετητή και τον καλλιτέχνη και τον φιλόσοφο να μας παρουσιάζουν το δημιούργημά τους σε μια μορφή τόσο νέα, που κανείς άλλος εκτός απ’τον δημιουργό δεν του αναγνωρίζει αξία καλλιτεχνική, ή αλήθεια. Τι ρόλο παίζει τότε η συμφωνία των πνευμάτων; Το νέο βγήκε από το σπάσιμο της συμφωνίας, και μάλιστα το απότομο σπάσιμο. Ο επιστήμονας, οδηγημένος από την παρατήρηση και το πείραμα, ο φιλόσοφος από τη μελέτη και τον στοχασμό, και οι δυο τους από την αμφιβολία, πολλές φορές χαλούν την ένωση, κόβουν έναν κρίκο της αλυσίδας των δεσμών με τους οποίους το πνεύμα έχει σφιχτοδέσει το σύμπαν νοητικό και πραγματικό, χωρίζουν πράγματα συνδεδεμένα και ανακαλύπτουν νέα ασύνδετα. Αμέσως μετά, ή ταυτόχρονα –οι δυο αυτές ενέργειες του πνεύματός μας ακατάπαυτα συμβαδίζουν και συνυπάρχουν– αρχίζει η δουλειά, που θα μας φέρει στη νέα ένωση, στη σύνδεση, που πιο πλατιά και πιο λεπτή πρέπει να είναι τούτη τη φορά. Έτσι η αλήθεια δεν έχει ανάγκη από εξωτερικές βοήθειες και γνωρίσματα, όπως η συμφωνία των πολλών. Της φτάνει η εσωτερική πνευματική αναγκαιότητα, που τη διέπει, όταν η σκέψη οικοδομεί υπακούει μόνο στον λόγο.

  Μοιάζει η πνευματική εργασία με μια αρμονία πολύτροπη, που ολοένα πλουτίζεται και ποτέ δεν σταματά, γιατί ποτέ δεν είναι τελειωμένη. Το σπάσιμο της ένωσης δεν είναι χάλασμα της αρμονίας, αντίθετα είναι ένας μουσικός φθόγγος, που αναγγέλλει την αλλαγή του μουσικού θέματος. Αρμονία λοιπόν. Αν, καλό μου δαιμόνιο, ήταν κοντά μας ο Πυθαγόρας πολύ θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην ανάπτυξη του σημείου αυτού. Μα θαρρώ πως δεν έχει ο καθένας μας παρά να σκύψει προσεκτικά μέσα του για ν’ακούσει και να νιώσει τον ρυθμό της αλήθειας, που αιώνια γίνεται, ποτέ δεν σταματά, μα και ποτέ δεν τελειώνει.

  Ώστε θα μου πει κανείς 2+2=4 δεν είναι μια αιώνια αλήθεια; Είναι! Μέσα σε ορισμένο πλαίσιο προϋποθέσεων όμως. Κι όχι μόνο αυτή μα και άπειρες άλλες. Όταν όμως λέμε πως η αλήθεια δεν είναι μία, ούτε αναλλοίωτη, ούτε αιώνια παίρνουμε την αλήθεια ως σύνολο, τη μετάφραση στο σύνολό της. Και δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε τίποτα από αυτά για τη μετάφρασή μας, γιατί δεν είμαστε στο τέλος του έργου μας κι ούτε θα φτάσουμε ποτέ.

  Σ’ακούω, δαιμόνιο, τι θέλεις να πεις;

  «Μίλησες για πλαίσιο προϋποθέσεων».

  Εξηγούμαι· όταν λέμε αιώνιο εννοούμε κάτι, που μένει στον αιώνα το ίδιο με τον εαυτό του. Πρώτη προϋπόθεση λοιπόν, κοινή σε όλα τα δημιουργήματα του πνεύματος, ότι ζουν, αν επιτρέπεται η έκφραση αυτή, στη σφαίρα της αιωνιότητας. Έρχονται έπειτα οι ειδικές προϋποθέσεις για κάθε κύκλο αιώνιων αληθειών. Εδώ π.χ. στο 2+2=4 έχω υπόψη μου, πως βρίσκομαι μέσα σε ορισμένο αριθμητικό σύστημα, δημιουργημένο κατά ορισμένο τρόπο από το πνεύμα και με ορισμένο περιεχόμενο.

  «Και μια άλλη ερώτηση. Αφού έχουμε αιώνιες αλήθειες τότε τι βασανιζόμαστε; Δεν έχουμε παρά να δούμε τι είναι αυτό που ονομάζουμε αιώνια αλήθεια και να το ορίσουμε. Αυτό θα είναι η αλήθεια».

  Μα, καλό μου δαιμόνιο, το ζήτημα δεν είναι όπως λες. Όταν ο άνθρωπος αισθάνθηκε ορισμένες επιτακτικές ανάγκες επικοινωνίας, σοφίστηκε τη γραφή. Βρήκε τα φωνητικά αυτά σύμβολα κι έτσι μπορούσε να στέλνει τη σκέψη του και τα αισθήματά του μέσα σ’έναν φάκελο. Κι όταν άρχισαν να τον ζώνουν απορίες, για να τις λύσει, πάλι ανάλογο πράγμα σοφίστηκε. Δημιούργησε ένα αλφάβητο του πνεύματος, που όλο το τελειοποιεί και το συμπληρώνει. Πώς μπορεί να ξέρει ο έμπορος πόσο εμπόρευμα του βρίσκεται, αν δεν έχει ένα μέτρο πάντα ίδιο; Ένα μέτρο πάντα το ίδιο, αυτές είναι οι αιώνιες αλήθειες. Χωρίς αλφάβητο δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γραφή και χωρίς αιώνιες αλήθειες δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αλήθεια. Κι όπως τα γράμματα δεν κάνουν τη γλώσσα, ούτε και οι αιώνιες αλήθειες την αλήθεια· είναι μόνο τα καλούπια μες στα οποία θα χυθεί η γλώσσα και η αλήθεια. Τα καλούπια αυτά είναι : 1) τα πλάσματα του νου, όπως π.χ. οι αριθμοί και οι μεταξύ τους σχέσεις και 2) τα άμεσα δεδομένα των αισθήσεων και της εμπειρίας. Αυτά είναι οι αιώνιες αλήθειες, το υλικό δηλαδή με το οποίο το πνεύμα κτίζει την αλήθεια, ερμηνεύει δηλαδή τον κόσμο, απαντά στα προβλήματα που το απασχολούν. Τώρα όπως το κάθε γράμμα σε ορισμένη θέση παίρνει το νόημά του, έτσι και οι αιώνιες αλήθειες την πληρότητά τους τη φτάνουν, όταν, αφού ετοιμαστούν στο εργαστήρι της αναδίπλωσης του πνεύματος, χυθούν στην πνευματοποίηση του σύμπαντος. Σκέφτομαι αυτή τη στιγμή τι αξία θα’χε η βάρκα ενός ψαρά, όσο τέλεια κατασκευασμένη, που ερωτευμένος απ’την τελειότητά της, θα εξακολουθούσε ακατάπαυστα να τη θαυμάζει και να την περιποιείται και θ’αρνιόταν επίμονα να τη ρίξει στη θάλασσα. Η βάρκα τέλεια κατασκευασμένη, αφάνταστα τέλεια, μα δεν θα έπιανε λέπι ποτέ. Ο καλός όμως ψαράς, ο πραγματικός ψαράς τη βάρκα του τη ρίχνει με μαεστρία στη θάλασσα και δεν αργεί να χαρεί το αποτέλεσμα της εργασίας του. Κάποτε κάποιος μυτερός, πολύ μυτερός βράχος λίγο κάτω απ’την επιφάνεια της θάλασσας, του σκίζει τα πλευρά της βάρκας. Πρώτη φορά ταξιδεύει σ’εκείνα τα νερά. Ο ψαράς μας τότε μελετά προσεκτικά εκείνη την περιοχή και βρίσκει τον τρόπο τα ταξιδεύσει καλύτερα και πιο ασφαλέστερα. Ο μυτερός βράχος δεν θα είναι πλέον εμπόδιο στο ταξίδι του. Κι άλλοτε πάλι και μόνο ο βασανισμός του ζητήματος μες στο πνεύμα, κάτω απ’τον πόθο να φτάσει το καλύτερο, οδηγεί τον ψαρά σε νέες τελειοποιήσεις της τεχνικής του.

  Πότε ο άνθρωπος θα κάνει την αναγνώριση του εαυτού του και θα δεχθεί πως είναι πνεύμα; Τότε και μόνο τότε θα ξημερώσει η μεγάλη μέρα για τον άνθρωπο και τότε θα βάλει γερά θεμέλια ανώτερου πολιτισμού.

  Ωστόσο, καλό μου δαιμόνιο, ας μη γλιστρήσουμε στην ολισθηρή πλαγιά των ονειροπολήσεων. Ώρα είναι να κλείσουμε τη συζήτηση, για την αλήθεια. Όχι τάχα γιατί νομίζω πως το θέμα εξαντλήθηκε –το είπαμε πως η πνευματική εργασία σε κανένα σημείο δεν εξαντλείται ποτέ–, μα γιατί θαρρώ, αρκετά δείχτηκε η κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να οδηγήσουμε το πνεύμα μας, όταν θέλουμε να συλλάβει το νόημα της αλήθειας, νόημα όσο βαθύ και ευρύ το επιτρέπει το ώς σήμερα πνευματικό έργο του ανθρώπου. Σημασία έχει να έχουμε τέτοια ιδέα για την αλήθεια, που να μην μας εμποδίζει να βρίσκουμε τ η ν α λ ή θ ε ι α. Μια τέτοια ιδέα μόνο από αντίληψη του πνευματικού έργου του ανθρώπου σαν αυτή που δώσαμε μπορεί να πηγάσει.

©Μανώλης Μεσσήνης