Η Έννοια της Πραγματικότητας - vii

 Ο άνθρωπος έχει συνέλθει πια απ’τον ενθουσιασμό του, που τον μέθυσε και τον έκλεισε στον γυάλινο πύργο και, απ’το άλλο μέρος, έχει απαλλαγεί απ’την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον εαυτό του. Έχει κάνει ορθά αυτή τη φορά την αναγνώριση, πως είναι πνεύμα. Δεν θα χυθεί για να τις ζητήσει σ’έναν απόμακρο κόσμο φανταστικό, περιφρονώντας τη γύρω πραγματικότητα. Θα μείνει στον κόσμο μας. Οι ιδέες του δεν θα είναι τίποτ’άλλο παρά η έκφραση του εσώτερου Είναι της πραγματικότητας. Δουλειά του η αδιάκοπη δημιουργία και αναθεώρηση των ιδεών. Αντί να είναι βυθισμένος στη θεωρία και τον θαυμασμό του κόσμου των ιδεών, θα είναι βυθισμένος στη δημιουργία του κόσμου των ιδεών και στη μελέτη του. Και την πρώτη και τη δεύτερη φορά εφαρμογή της σκέψης πάνω στη σκέψη γίνεται, –αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα δεν είναι παρά σκέψη, όταν μελετάμε τα πράγματα και αίσθημα, όταν τα ζούμε. Με τη διαφορά πως η εφαρμογή αυτή, τη μια φορά φθάνει και ώς τα πράγματα, είναι και εφαρμογή του πνεύματος σ’αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα, ενώ την άλλη το πνεύμα περιορίζει το έργο του στον εαυτό του, και, ενώ κάνει αυτό, νομίζει πως μες στο έργο του κλείνει και τα πράγματα.

 Στο ευρύτατο αυτό νόημα που δίνουμε στην εφαρμογή της σκέψης πάνω στη σκέψη δεν ανταποκρίνεται βέβαια η παρομοίωσή σου, καλό μου δαιμόνιο. Υπάρχει όμως κι άλλη σπουδαία διαφορά. Η πεντάμορφή σου είναι κλεισμένη παρά τη θέλησή της στον γυάλινο πύργο. Ενώ η σκέψη μας αποτραβιέται μόνη της στο βασίλειό της, είτε από παραστράτισμα, όπως είδαμε, είτε και από εσώτερη ανάγκη, που επιβάλλει τη μελέτη και την αυτοεξερεύνηση.

 Στο αποτράβηγμά της αυτό, πλούσιο και εύφορο, η σκέψη αντιμετωπίζει τον εαυτό της, πρόσωπο με πρόσωπο, βυθομετρά τις δυναμικότητές της και ακονίζεται για νέους δρόμους. Είναι φανερό πως δεν σκεφθήκαμε ούτε στιγμή να καταδικάσουμε παρά μόνο το παραστράτισμα κι εκείνο πάλι όχι στα αποτελέσματά του, που πολλές φορές είναι βάσιμα, αλλά μόνο στην πεποίθηση, πως φθάνει ο δρόμος εκείνος για την εκπλήρωση της αποστολής του πνεύματος. Ο δρόμος εκείνος, όσο πολύτιμος κι αν είναι, δεν αρκεί. Χρειάζεται κι ο άλλος που ξεκινά απ’τα πράγματα, ή φθάνει ώς εκεί.

 Ακολουθώντας τους δυο αυτούς δρόμους η σκέψη, πότε μαζί και πότε έναν – έναν, πότε πρώτα τον έναν και ύστερα τον άλλον και πότε αντιστρόφως, θα βαδίζει αδιάκοπα σε μια τελειοποίηση του έργου της.

 Ύστερ’απ’αυτά μπορούμε να συμπεράνουμε : 1) Πως η εφαρμογή του πνεύματος πάνω στον εαυτό του και όταν δεν στρέφεται γύρω απ’αυτό που ονομάζουμε εξωτερική πραγματικότητα, είναι αλήθεια, όταν βέβαια είναι πιστή εφαρμογή, χωρίς λάθος δηλαδή. Και 2) πως αλήθεια είναι οι σχέσεις που το πνεύμα μας αναγνωρίζει ανάμεσα στ’αντικείμενα αυτού που ονομάζουμε εξωτερική πραγματικότητα και οι σχέσεις που ανακαλύπτει στον εαυτό του, εφόσον όλες αυτές οι σχέσεις φέρνουν τη σφραγίδα της αιωνιότητας, ή καλύτερα, εφόσον στον καθορισμό των σχέσεων αυτών δεν εισέρχεται κανένα στοιχείο του μικρού Εγώ, αλλά παίρνουν τη μορφή στην οποία κάθε πνεύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του, το έργο του, και εφόσον η ίδια η πραγματικότητα είτε εξωτερική, είτε εσωτερική, δεν έρχεται να τις διαψεύσει.

 Μ’αυτό τον τρόπο μού φαίνεται πως βγάζουμε τη σκέψη απ’τον γυάλινο πύργο, και την αποδίδουμε σε όλη την έκταση του έργου της. Την αφήνουμε ελεύθερη να τρέξει στο πράσινο λιβάδι. Τώρα θα δρέψει συνειδητά τους καρπούς. Δουλεύοντας επάνω στον εαυτό της τον ένοιωσε βαθιά και ξέρει καλύτερα τώρα τι πρέπει και τι μπορεί να του ζητήσει και πώς να το ζητήσει.

 Όσο βρισκόμαστε στο πεδίο της πνευματικής δράσης το Εγώ ανήκει σ’αυτό που ονομάζουμε εξωτερικός κόσμος. Ως τέτοιο είναι αντικείμενο της ίδιας έρευνας της σκέψης και θα προικισθεί με τις πνευματικές σχέσεις, που το πνεύμα θ’ανακαλύψει σ’αυτόν. Τόσο μόνο. Η κυριαρχία του Εγώ είναι αλλού. Στο πεδίο π.χ. της αισθητικής δράσης του ανθρώπου, στην πράξη γενικά. Εκεί είναι βασιλιάς.

 Στο στόμα μου έρχεται συχνά η έκφραση : αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα, ή, αυτό που ονομάζουμε εξωτερικός κόσμος. Μιλάω έτσι γιατί, όπως φάνηκε και στην αρχή, έχω επιφυλάξεις σ’αυτό το σημείο. Δεν θέλω να νοηθεί πως δέχομαι μονοκόμματα την κοινή αντίληψη για τον εξωτερικό κόσμο. Ας βάλουμε ένα ερωτηματικό. Τι θα πει εξωτερικός κόσμος; Εξωτερικός ως προς τι; Είμαστε έξω απ’τον κόσμο και ο κόσμος έξω από μας; Αλλά τότε πως είναι δυνατόν να τον γνωρίζουμε; Ο κόσμος είναι μες στο πνεύμα μας και το πνεύμα μας είναι μες στον κόσμο, το είπαμε. Η έκφραση εξωτερικός κόσμος, το βλέπουμε, είναι καθαρά ψυχολογική, δημιούργημα του Εγώ μας, της ψυχολογικής μας προσωπικότητας, πολύ χρήσιμη για την πράξη της ζωής. Χάνει όμως τη σημασία της, αλλάζει νόημα στο πνευματικό πεδίο, όπως τόσες άλλες. Τι θα πει π.χ. εμείς; Άτομο; Άτομο μες στο σύμπαν; Πώς; Βλέπετε πόσο αλλάζει το νόημα. Δεν συμβαίνει βέβαια αυτό μόνο στα παραδείγματα που ανέφερα. Απέναντι σε όλα μπορούμε να έχουμε δυο στάσεις. Την ψυχολογική, εκείνη που πηγάζει απ’το ψυχολογικό μας Εγώ και την πνευματική, εκείνη που πηγάζει από το πνευματικό μας Εγώ. Μιλάμε για Εγώ και στη δεύτερη τούτη περίπτωση, μα Εγώ δεν υπάρχει. Αυτό το δεύτερο Εγώ δεν είναι Εγώ, είναι το πνεύμα, που απέναντι σε όλα στέκεται σαν πνεύμα. Και όταν λέω πνευματικό πεδίο εννοώ, τι άλλο από το αποτέλεσμα της πνευματικής εργασίας, την πραγματικότητα δηλαδή, όπως τη δημιουργεί η εργασία αυτή.

 Ας σταθούμε προσεκτικά. Τι θα πει “το πνεύμα υπάρχει;” “το πνεύμα είναι;” Σκέφτηκε ποτέ κανείς να ξεχωρίσει απ’το πρόσωπό του τη μορφή του και να πει πως υπάρχει αυτή έξω απ’το πρόσωπό του; Το ρήμα “υπάρχω”, “είμαι”, είναι δευτερογενές. Το θέτει το πνεύμα και τότε έχει νόημα. Όταν το λέει το πνεύμα για τα αντικείμενα της προσοχής του. Όταν λέω π.χ. “έχω δύο ευρώ”, “ο βάτραχος είναι ζώο”, “ο άνθρωπος είναι θνητός” και οτιδήποτε άλλο, συνδέω, είτε δυο πράγματα που υπάρχουν ως πράγματα, είτε ένα πράγμα που υπάρχει ως πράγμα και ένα πλάσμα του νου, είτε δυο πλάσματα του νου. Σ’αυτά που λέω, άλλα υπάρχουν ως πράγματα και άλλα ως πλάσματα. Το πνεύμα δέχεται, ή θέτει την ύπαρξή τους και τα συνδέει. Αυτό είναι πνεύμα. Ώστε αντί να πούμε “το πνεύμα υπάρχει”, πράγμα που θα μας οδηγούσε σε τρομερή και επικίνδυνη πλάνη· να φανταστούμε δηλαδή το πνεύμα ως πράγμα, υλικό ή άυλο, και να χυθούμε σε υπερβατικούς κόσμους ζητώντας το, ή να συρθούμε μαζί του σε υλιστικές ουτοπίες, δεν έχουμε παρά ν’αναγνωρίσουμε, όπως το έκανε και ο Πλάτωνας, πως το “πνεύμα είναι πνεύμα”. Γιατί αν δεχθούμε, πως το πνεύμα υπάρχει, είναι σαν να δεχόμαστε πως “ο βάτραχος είναι ζώο”, “ο άνθρωπος είναι θνητός” και οτιδήποτε βγαίνει από τη σκέψη μας είναι όντα, υπάρχουν. Αλλά έτσι αντί να θέτουμε, αίρουμε την ύπαρξη του πνεύματος, αφού το κάνουμε ένα αντικείμενο, άυλο είτε υλικό, ενώ αυτό δεν μπορούμε να το νιώσουμε αλλιώς και δεν είναι τίποτ’άλλο, παρά ένα υποκείμενο, η ενέργεια του Εγώ, πνεύμα δηλαδή.

 Αν, ύστερα απ’αυτά, ξαναγυρίσουμε στο πρόβλημα της αλήθειας εύκολα θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε, πως η αλήθεια δεν υπάρχει κάπου ως κάτι, όπου πρέπει να την αναζητήσουμε, αλλά είναι μια σχέση, που η λειτουργία του πνεύματός μας ανακαλύπτει στον κόσμο των πραγμάτων, ή στον εαυτό του, όταν στοχαστικά και ερευνητικά στέκεται απέναντί τους, ως πνευματικό υποκείμενο, όχι ως ψυχολογικό. Αν ο άνθρωπος δεν πάρει αυτή τη στάση, το πνεύμα του θα πλανηθεί σε υπερκόσμους, γιατί θα του λείπει η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, θα δημιουργήσει εκεί την πηγή ή τις πηγές της αλήθειας. Ενώ η πηγή της είναι μέσα του. Ή ακόμα φαντάσθηκε, πως η αλήθεια τού έρχεται απ’έξω, απ’τον εξωτερικό κόσμο, και του επιβάλλεται, όπως η αίσθηση. Ενώ αυτός είναι ο δημιουργός της. Φαίνεται καθαρά τώρα, πως η αλήθεια είναι αποτέλεσμα της εργασίας του πνεύματος ως πνεύμα.

 Τα πράγματα, ή η πραγματικότητα, ο κόσμος είναι όπως τα δημιουργεί το πνεύμα μας. Όχι πως δεν υπάρχουν έξω από μας, αλλά υπάρχουν όσο τα γνωρίζουμε. Ας σκεφτούμε για μια στιγμή πώς φανταζόταν τον κόσμο ακόμα κι ένας σοφός ο Θαλής, ας πούμε, και πώς τον βλέπει σήμερα ένας “σοφός”. Η μεταβολή είναι αποτέλεσμα της εργασίας του πνεύματος. Ποια θα είναι η πραγματικότητα μετά άλλα τόσα χρόνια; Πόσο περισσότερο φωτισμένη, με πόσο περισσότερα δίκτυα σχέσεων, που, στο μεταξύ, θα έχει ανακαλύψει το πνεύμα. Κι αυτή φαίνεται να είναι η αποστολή του πνεύματος, ν’ανακαλύπτει σχέσεις σ’αυτό, που λάθος το ονομάζουν απόλυτη πραγματικότητα, και που πρέπει να το πούμε “συσχετική πραγματικότητα”, γιατί είναι ένα σύστημα σχέσεων που και μεταβολή υφίσταται. Όταν αυτές τις σχέσεις το πνεύμα τις ανάγει σε αλάνθαστο τύπο, τότε έχει την αλήθεια. Είτε στον επιστήμονα, είτε στον φιλόσοφο παρακολουθήσουμε το πνεύμα, θα δούμε πως είναι μια ενέργεια που ενώνει. Ανακαλύπτει σχέσεις και τραβά, θα έλεγα, γραμμές που ενώνουν τα σημεία μεταξύ των οποίων ανακαλύπτει τις σχέσεις. Κι αυτό θα πει στο βάθος καταλαβαίνω. Βρίσκω μία ή πολλές σχέσεις, εκεί που πριν δεν έβρισκα καμιά και ενώνω δυο ή πολλά πράγματα, που πριν τα είχα χωρισμένα και ξένα στη συνείδησή μου.

 Πάει να πει τώρα, πως τα πράγματα τα γνωρίζω έτσι γιατί έτσι είναι το μυαλό μου; Και πως ένα άλλο μυαλό θα τα γνώριζε αλλιώς; Ή με λιγότερες ή περισσότερες αισθήσεις θα τα νιώθαμε αλλιώς;

 Πρώτα – πρώτα άλλο μυαλό δεν θα πει τίποτα. Σκεφθήκαμε ποτέ τι θα πει άλλη ύλη; Τίποτα. Ή είναι ύλη, ή δεν είναι. Το ίδιο και το πνεύμα, ή είναι πνεύμα ή δεν είναι. Έπειτα ό,τι συμβαίνει στην αίσθηση δεν συμβαίνει στο πνεύμα. Αν, αντί δύο, είχαμε ένα μάτι, αν τα μάτια μας είχαν άλλη θέση και έτσι και οι άλλες αισθήσεις, πόσο διαφορετικές εντυπώσεις και παραστάσεις θα μας έδιναν! Μα ας μην πάμε μακριά. Και τώρα, όπως είναι τα μάτια μας, κάθε στιγμή μάς δίνουν καινούρια παράσταση για το ίδιο πράγμα. Ποτέ δεν βλέπουμε δυο φορές το ίδιο πράγμα. Και την ίδια ακόμη φορά, απ’την αρχή που το κοιτάζουμε, ώς το τέλος που το αφήνουμε, δεν είμαστε οι ίδιοι, ούτε και το πράγμα λοιπόν, η εντύπωσή μας δηλαδή. Θα μπορούσε να πει κάποιος, “το κάδρο στο σαλόνι μου, δεν το είχα προσέξει ποτέ. Κι όμως είναι το ίδιο τόσον καιρό τώρα και στην ίδια θέση”. Ναι, αυτή τη στιγμή όμως, το προσέχω κυρίως από το πλαίσιό του, και μαζί παρακολουθώ το χέρι μου, που ανήσυχο, ζητά να διορθώσει τη θέση του στον τοίχο, και όλ’αυτά είναι το μέσο για να χρωματίσω τη σκέψη μου…

 Αυτός είναι ο κόσμος της αίσθησης. Πίσω απ’αυτόν είναι ο κόσμος του πνεύματος. Στον κόσμο αυτόν το κάδρο δεν είναι ένα πράγμα κάθε στιγμή νέο και άπιαστο. Είναι ένα αντικείμενο με ορισμένο σχήμα και διαστάσεις, που κατέχει ορισμένη θέση στον χώρο και στον χρόνο, που εξασκεί ορισμένη πίεση στον τοίχο και γενικά δίνει και δέχεται ορισμένες επιδράσεις. Αυτή είναι η πνευματική εικόνα του κάδρου. Δεν μένει βέβαια κι αυτή πάντα ίδια. Ευτυχώς όχι. Οι νέοι νόμοι που το πνεύμα μας καθημερινώς αποσπά από τη φύση, την αλλάζουν. Αλλά η αλλαγή αυτή γίνεται μες στη σκέψη, είναι μια λογική, ή μαθηματική πράξη, που την κατέχω σε όλα της τα σημεία, που κάθε στιγμή μπορώ να την πω. Ο άνθρωπος με το κάδρο είναι σε θέση να μας πει τι ήξερε ως χθες, π.χ. για το κάδρο του και τι ξέρει σήμερα. Ενώ, αν μπορείς, πες μας, θα του’λεγα, πώς είδες, όχι χθες, αλλά πριν δυο δευτερόλεπτα το κάδρο σου και πώς το βλέπεις τώρα. Πώς το είδες και τι αισθανόσουν. Μπορείς να μου μάθεις ό,τι ξέρεις και να με κάνεις να τα λέω όπως κι εσύ. Μπορείς όμως να με κάνεις να αισθανθώ ό,τι κι εσύ, όταν βλέπεις ένα ορισμένο αντικείμενο; Αδύνατον. Αυτή η τεράστια διαφορά χωρίζει την αίσθηση από τη σκέψη. Η αίσθηση, δεν είναι ανάγκη και να το πούμε, βοηθά πολύτιμα το πνεύμα, άλλο τόσο όμως και το πλανά, αν ασυλλόγιστα βιαστεί και την πιστέψει. Πόσο περισσότερο όμως το πνεύμα βοηθά την αίσθηση!

 Το παράδειγμα του κάδρου μάς δείχνει αρκετά καθαρά την ενεργητικότητα του πνεύματος και τον ρυθμό του. Το πνεύμα είναι καθαρή πράξη, Δουλειά του, όπως είδαμε, να τακτοποιεί, να ενώνει, να διαπερνά, να κατακτά το αντικείμενο, να το πνευματοποιεί, να το μετατρέπει σ’ένα σύστημα σχέσεων, που η μια ενώνεται με την άλλη, που ξεκινώντας απ’τη μία θα μπορεί χωρίς χάσμα, χωρίς την ελάχιστη σχισμή, να περνά σ’όλες τις άλλες, να κυκλοφορεί άνετα και προχωρώντας να δημιουργεί, ή καλύτερα να βρίσκει άλλες κι άλλες, ατέλειωτα. Το πνεύμα κυκλοφορεί πάνω στην ύλη και γενικά επάνω στο όποιο αντικείμενό του, όπως το τρένο επάνω στις γραμμές του. Στη διασταύρωση κι εκείνο περνά σε άλλη γραμμή και μπορεί να γυρίσει πάλι στην ίδια.

©Μανώλης Μεσσήνης